Ενημέρωση

Μεγάλη Παρασκευὴ στὸν Ἅγιο Σίλα Νεαπόλεως

Τοῦ κ. Γεωργίου Μαμάκη, Δ/ντοῦ 1ου Δημ. Σχολείου Νεαπόλεως

Τὸ νερὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια σύμβολο μίας ἀτέρμονης δυναμικῆς. Στὶς μυθικὲς κοσμολογίες, τὸ νερό-ρευστό, ἀεικίνητο, ἄμορφο, ἱκανὸ νὰ διαλύει καὶ νὰ ἀνασυνθέτει τὶς μορφές-συμβολίζει τὴν πρωταρχικὴ οὐσία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναδύονται ὅλες οἱ μορφὲς τῆς ὑλικότητας καὶ στὴν ὁποία πάλι ἐπιστρέφουν μὲ τὴν παλινδρόμηση ἢ τὸν κατακλυσμό.
Τὸ νερὸ εἶναι δυναμικὰ παρὼν καὶ στὴν κοσμογονία τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Ὠκεανὸς εἶναι ὁ πατέρας ὅλων τῶν ἐκφάνσεων τοῦ ὑγροῦ στοιχείου. Ὁ Κύριος τῶν ὑδάτων περιρρέει σὰν μέγας ποταμός, περικλείει σὰν ὑδάτινος δακτύλιος, «συνέχει» τὴ γῆ. Ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Στράβων, ὁ Πλούταρχος καὶ ἄλλοι ἀναφέρονται στὶς ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες τοῦ νεροῦ σὰν συμβόλου εἴτε τῆς ζωῆς εἴτε τοῦ κάτω κόσμου. Ἀπὸ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα ὑπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ εἴσοδοι τοῦ Ἅδη βρίσκονταν κοντὰ σὲ λίμνες καὶ πηγὲς ποὺ ὀνομάζονταν Ἀχερουσίες. Εἶναι τὸ «μαῦρο νερό», ποὺ χρησιμοποιεῖται συχνὰ μετωνυμικὰ ἀντὶ τοῦ Ἅδη. Εἶναι τὸ νερὸ ποὺ κινεῖται ὑπόγεια  σὲ κύκλο  «περὶ τὴν γῆν, ὥσπερ οἱ ὄφεις».  Ὅμως, ταυτόχρονα, τὸ νερὸ μπορεῖ νὰ  συμβολίζει καὶ τὴ ζωή. Ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα, ἤδη, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ἔθιμο κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στὶς πηγές, ἄναβαν κεριὰ καὶ λούζονταν γιὰ νὰ ξεκινήσουν μία νέα ζωή.
Αὐτὴ ἡ ἰδιότητα τοῦ νεροῦ νὰ συμβολίζει τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, ἐπιβιώνει ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ πολλὲς λατρευτικὲς συνήθειες. Στὴν Νεάπολη τοῦ Μεραμβέλλου τὰ μνήματα πλένονται μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ καθαρίζονται καλὰ τὴ Μ. Παρασκευὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο, παραμονὴ τῆς Ἀνάστασης. Ἐνδύονται, ἔτσι, μὲ τὸ μήνυμα τῆς νέας ζωῆς ποὺ ἀνατέλλει ἐκ τοῦ τάφου μὲ τὴν  ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἴδια περιοχή, ὅμως, πιὸ ἀξιοσημείωτη εἶναι μία παλαιά συνήθεια τῶν Νεαπολιτῶν νὰ προσφεύγουν κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μετὰ τὴν ἀποκαθήλωση, σὲ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν Ἅγιο Σίλα, γιὰ νὰ πιοῦν ἀπὸ ἕνα μικρὸ πηγάδι ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν Ἐκκλησία νερὸ «διειδές, πότιμον ἄφθονον καὶ ἀβλαβές», νερὸ «φρέσκο ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες», σύμφωνα μὲ τὸν Ἐλύτη, καὶ νὰ λουσθοῦν μὲ αὐτὸ ἀφήνοντας ἐκεῖ τὰ μαντήλια τους οἱ νεαρὲς κοπέλες. 
Κανεὶς πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει μὲ βεβαιότητα ἀπὸ πότε καὶ γιατί ξεκίνησε αὐτὴ ἡ συνήθεια. Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι τὸ ἔθιμο εἶναι πολὺ παλαιό καὶ εἶχε ξεχαστεῖ κάποτε. Τὸ ἐπανάφερε, ὅμως, μὲ ἐγκύκλιο του τὸ 1938, ὁ Μητροπολίτης Πέτρας Διονύσιος. Μόνο ὑποθέσεις, λοιπόν, μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τὴ συνήθεια αὐτὴ ποὺ καὶ οἱ σύγχρονοι κάτοικοι τῆς πόλης συνεχίζουν νὰ τηροῦν εὐλαβικὰ ὡς σήμερα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μ. Παρασκευῆς, μιᾶς ἡμέρας ποὺ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς Ἄνοιξης μὲ τὴ φύση γύρω σὲ πλήρη ἀνάπτυξη ἀπὸ τὸν ὑετὸ τοῦ χειμώνα. Μιᾶς ἡμέρας ποὺ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Μιᾶς ἡμέρας ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «ἐν νεκροὶς λογίζεται», ἀλλὰ καὶ ποὺ ὅλα προμηνύουν τὴν κατατρόπωση τοῦ θανάτου.
Μὲ τὸ λούσιμο στὸ ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σίλα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸν χθόνιο ὑπόγειο κόσμο ἔχοντας ὡς πηγὴ του τὴ Στύγα, τὸ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ ποτάμι τῶν νεκρῶν, λουζόμαστε τὸ θάνατο, ὅπως ὁ «ἐν τῷ τάφῳ Ἰησοῦς». Ταυτόχρονα, ὅμως, λουζόμαστε καὶ τὴν ἀθανασία, ποὺ σὲ λίγο  θὰ πηγάσει ἀπὸ τὸν τάφο καθὼς τὸ νερὸ καθίσταται «ἀφθαρσίας πηγή, ἁγιασμοῦ δῶρον, νοσημάτων ἀλεξητήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον καὶ ἁμαρτημάτων λυτήριον», λίγο πρὶν κοινωνήσουμε τὸ πρωὶ τοῦ Μ. Σαββάτου. Μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σίλα, πάνω ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ πηγαδιοῦ μὲ τὸ ἁγίασμα, καὶ τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στέκεται δίπλα του, ἡ σιωπὴ παραμονεύει τὸν ἦχο. Ὁ θάνατος τὴ ζωή. Τὸ νερόφιδο τὸ νεροπούλι. Μιᾶς  στιγμῆς κραυγὴ μονάχα κι ἀναρωτιέσαι τί νὰ εἶναι: ἐλπίδα ζωῆς ἢ τρόμος θανάτου;
Τὸ ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σίλα μπορεῖ νὰ συμβολίζει εἰδικὰ τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τὰ δάκρυα τῆς Παναγίας γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παυσανίας, ἄλλωστε, στὰ Κορινθιακὰ ἀναφέρει γιὰ τὴν πηγὴ Πειρήνη τὴν παράδοση πὼς αὐτὴ ἦταν πρῶτα γυναίκα καὶ μεταμορφώθηκε σὲ πηγὴ ἀπὸ τὰ πολλὰ τῆς δάκρυα, ὅταν ἡ Ἄρτεμις ἀπὸ λάθος σκότωσε τὸ γιὸ τῆς Κεγχρία.
Ταυτόχρονα, ὅμως, τὸ ἁγίασμα αὐτὸ εἶναι νερὸ ποὺ ἂν πιεῖς ἀπὸ αὐτὸ καὶ λουστεῖς μὲ αὐτὸ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, σοῦ χαρίζει ὑγεία καὶ ζωή. Μὲ τὸ λούσιμο ὁ πιστὸς «ἀποθέτει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον καὶ ἐνδύεται τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ Ἀναστάντος κτίσαντος αὐτόν». Ἡ ὑδάτινη ἀναγέννηση κατανικᾶ τὸ θάνατο, καθιστώντας τὸν παροδικό, ὡσὰν τὸ ὑπέρτατο τῶν δεινῶν νὰ μὴν εἶναι παρὰ ἀρρώστια ἰάσιμη. Τὸ σῶμα ἐρχόμενο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἁγίασμα κατὰ τὴ Μ. Παρασκευὴ ἐπανέρχεται συμβολικὰ στὴν πρωτογενῆ, ὑδάτινη ὕπαρξη: «διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος εἰς ἀναψυχήν». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βεβηλωθεῖ στὸ ἐφήμερο, ἐδῶ στὸν Ἅγιο Σίλα μὲ τὴν τελετουργικὴ νίψη, μπορεῖ, χάρη στὸ ἁγίασμα, νὰ ἀποκατασταθεῖ, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, στὴν ἀρχικὴ κατάσταση, ὡς δεύτερη γέννηση, κάτι ποὺ προσπάθησε καὶ ὁ Πόντιος Πιλάτος μὲ τὸ περίφημο «νίπτω τάς χείρας μου». Στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Μωυσῆ, ἐξάλλου, διαβάζουμε: «ἦλθεν εἵς ἐκ  τῶν Σεραφεὶμ ἑξαπτερύγων καὶ ἤρπασεν τὸν Ἀδὰμ εἰς τὴν ἀχέρουσαν λίμνην καὶ ἀπέπλυνεν αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐποίησε δὲ ὥρας τρεῖς κείμενος, καὶ οὕτως ἀπλώσας τάς χείρας αὐτοῦ ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἁγίου θρόνου Αὐτοῦ ἦρεν τὸν Ἀδὰμ καὶ παρέδωκεν αὐτὸν τῷ ἀρχαγγέλῳ Μιχαήλ, λέγων αὐτῷ: «ἄρον αὐτὸν εἰς τὸν παράδεισον ἕως τρίτου οὐρανοῦ» (Ἀποκάλυψις Μωυσέως, 37/ Ἔκδοσις  C. Tischendorf, Lipsiae, 1866). Ἔτσι,  λοιπόν, καὶ ὁ  ἄνθρωπος, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, λουόμενος μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σίλα ἐνδύεται ἔνδυμα ἀφθαρσίας, πηγὴ ζωῆς, πετυχαίνει «ἄφεσιν παραπτωμάτων, φωτισμὸν ψυχῆς, λουτρὸν παλιγγενεσίας, ἀνακαινισμὸν πνεύματος».  Ἄλλωστε, ἡ ἑτυμολογία τοῦ νεροῦ  βασίζεται στὴ λέξη «νηρόν» ποὺ εἶναι τὸ «νεαρὸν ὕδωρ», τὸ πρόσφατο, τὸ δροσερὸ ποὺ μόλις τὸ ἔφεραν ἀπὸ τὴν πηγή. Ἔτσι, συνάγεται ὁ «νηρός» καὶ τὸ  «νηρόν» καὶ ὁ  «νεαρός». Εἶναι: νεαρός-νηρὸς καὶ νεαρόν-νηρόν-νερὸν (ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα) καὶ μετὰ νερό.
 Τὸ ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σίλα ἔρχεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς μητρικῆς γῆς στὸ φῶς γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ σκοτάδι παρασύροντας μαζί του τὴν ἔννοια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Εἶναι τὸ νερὸ τοῦ πάνω κόσμου καὶ τὸ νερὸ τῶν νεκρῶν. Ἡ ὅλη διαδικασία συνιστᾶ τὴ συνέχεια μίας ἀρχέτυπης παράδοσης ἐξαγνισμοῦ, κάθαρσης καὶ θεραπείας ὅπως καὶ ἄλλα «διαβατήρια» ἔθιμα ποὺ βασίζονται στὴν ἰδέα τῆς διάβασης/περάσματος τῶν συνόρων τῶν κόσμων, τοῦ συμβολικοῦ θανάτου καὶ τῆς  ἀναγέννησης/ἀνάστασης. 

Back to top button