Ενημέρωση

Ἡ Παλαιοχριστιανική Βασιλική στόν Πόρο Ἐλούντας

Μελέτη του κ. Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκη

Ένα από τα αρχαιότερα και ωραιότερα μνημεία της περιοχής μας είναι η Παλαιοχριστιανική Βασιλική, που ανασκάφτηκε στο ανατολικό μέρος της Ελούντας στη θέση «Πόρος» 150 μέτρα από τον Ισθμό, που χωρίζει το νησί της Ελούντας από τη στεριά. Πρόκειται για ερείπια ενός μεγάλου Ναού σε ρυθμό τρίκλιτης Βασιλικής, του οποίου διακρίνεται το σχήμα και σώζεται μόνο το θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο με διάφορες επιγραφές και απαράμιλλου κάλλους γεωμετρικά σχήματα.
    Η ιστορία ανακάλυψης του Ναού, σύμφωνα με γνωστές μαρτυρίες, χωρίζεται σε 4 στάδια. Το πρώτο αρχίζει στα 1897-98 όταν οι Γάλλοι απέκοψαν τον Ισθμό και ανακάλυψαν μέρος του Ναού και του ψηφιδωτού, που ανήκε στο μεσαίο κλίτος. Στα 1916 επισκέφτηκε την περιοχή ο φιλόλογος και αρχαιολόγος Στ. Ξανθουδίδης, ο οποίος αντέγραψε, μελέτησε και δημοσίευσε τις επιγραφές. Στη συνέχεια, το 1937 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών υπό την εποπτεία του καθηγητή Henri Van Effenterre, με νέες ανασκαφές αποκάλυψε ολόκληρο το ψηφιδωτό. Ανακαλύφτηκε ακόμη εντοιχισμένη σε δυο συναρμοζόμενα τεμάχια, επιγραφή, η οποία αναφερόταν στη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ολουντίων και Ροδίων του 201-200 π.Χ. Τέλος το 1960 ο Έλληνας αρχαιολόγος καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος συνεχίζοντας τις ανασκαφές της Εκκλησίας, που στο μεταξύ είχε καταχωθεί στο έδαφος, βγάζει στην επιφάνεια το δεύτερο τμήμα της επιγραφής, που αναφερόταν στην συμμαχία Ολουντίων και Ροδίων. Tο ολικό μήκος του Ναού ήταν 34.90 μ. και το πλάτος του ήταν 17.10 μ.
Οι επιγραφές του δαπέδου έχουν ως εξής:
1.  ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕN CΙΜΙCΙΟΝ ΕΝ.
                          ΧΡΙΣΤΕ ΒΟΗΘΙ ΤΩ ΔΟΥΛΩ CΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙ

2.  ΑΝΤΑΞΙΟC ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟC ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ
                                    ΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕΝ CΙΜΙCΙΟΝ ΕΝ.

3.    ΗΛΙΟΔΩΡΟC ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕΝ CΙΜΙCΙΝ.
Από αυτές έχουμε μια πιθανή – έστω ελαχιστότατη – ένδειξη ότι ο Ναός ήταν αφιερωμένος στο Χριστό, χωρίς ωστόσο τίποτα να είναι σίγουρο. Επιπλέον δεν ξέρουμε αν οι δωρητές ήταν και οι κτήτορες του Ναού.  Καθώς παρατηρούν ειδικοί μελετητές, οι τρεις πρώτοι (Θεόδουλος, Αντάξιος και Ηλιόδωρος) ήταν χριστιανοί Ολούντιοι, οι οποίοι και πλήρωσαν για την κατασκευή του δαπέδου, ενώ ο Επιφάνιος ήταν πιθανώς ο κατασκευαστής του δαπέδου. Σύμφωνα με το νομισματικό σύστημα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, η βάση του νομίσματος ήταν το χρυσό νόμισμα (χρύσινος, solidus), και αντιστοιχούσαν 72 νομίσματα στη λίτρα. Κυκλοφορούσαν επίσης χρυσά μικρότερης αξίας, μισού νομίσματος (σημίσσιον) και ενός τρίτου (τριμίσσιον). Το σημίσσιον είναι ελληνική μεταγλώττιση της λατινικής λέξεως semissis.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους Α. Ορλάνδο, Ε. Μπορμπουδάκη και Henri Van Effenterre, ο Ναός ανήκει στον 5ο μ.Χ. αιώνα και περιγράφεται ως τρίκλιτη Βασιλική με ημικυκλική αψίδα και νάρθηκα από την πρωτοχριστιανική εποχή. Το μωσαϊκό δάπεδο με τις φιγούρες και τα γεωμετρικά σχήματα ανήκουν στα καλύτερα πρωτοχριστιανικά δείγματα σ’ όλη την Κρήτη. Δεν γνωρίζουμε μέχρι πότε λειτουργούσε ο Ναός και πώς ή πότε καταστράφηκε. Η όλη δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι η περιοχή της αρχαίας Ολούντος υπέστη με την πάροδο του χρόνου σημαντικές καταστροφές και μεταβολές λόγω καθίζησης του εδάφους, σεισμικών δονήσεων ή βαρβαρικών επιδρομών και έτσι τα τυχόν υπάρχοντα μνημεία και κειμήλια εξαφανίστηκαν και συλήθηκαν. Ίσως να επρόκειτο για Μητροπολιτικό Ναό πλήρως εξοπλισμένο, ο οποίος προϋπέθετε έδρα επισκοπής και ανάλογη κοινότητα-ενορία. Ιστορικά είναι πάντως γνωστό ότι η αρχαία Ολούς είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανεπτυγμένης πολιτείας, όπως φαίνεται από τους Ναούς του Ταλαίου Διός και της Βριτόμαρτιδος, τους ελληνικούς και ελληνιστικούς τάφους που ανασκάφτηκαν, καθώς και τα λιμάνια και ορμητήρια που διέθετε. Είναι ακόμη γνωστό ότι ήταν ανάμεσα στις κρητικές πόλεις που είχαν κάνει νομισματοκοπές ως τον 1ο αι π. Χ. Δεν είναι όμως ιστορικά εξακριβωμένο αν υπήρχε ταύτιση της Ολούντος με την Άλυγγο, πόλη της Κρήτης και έδρα επισκοπής, αναφερόμενη στο Συνέκδημο του Ιεροκλή, ιστορικού των χρόνων του Ιουστινιανού (482-565 μ.Χ).
    Η βασιλική της αρχαίας Ολούντος ανήκε στον τύπο της λεγόμενης Ελληνιστικής βασιλικής, με ορθογώνια κάτοψη και ξύλινη στέγη. Χωριζόταν με κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη και εσωτερικά με εγκάρσιο τοίχο σε κυρίως Ναό και νάρθηκα. Το μεσαίο κλίτος ήταν ψηλότερο από τα άλλα δύο. Με τις υπάρχουσες ενδείξεις το ψηφιδωτό δάπεδο ανήκε στο μεσαίο κλίτος ενώ τα ακραία κλίτη ήταν στρωμένα με πέτρινες πλάκες ακανόνιστου σχήματος.   
    Όλα αυτά τα θέματα θεωρούνταν σύμβολα με χριστιανική σημασία. Στη μέση του ψηφιδωτού κυριαρχούν τρεις ομόκεντροι κύκλοι. Σαν σχήμα γεωμετρικό, ο κύκλος συμβολίζει την αιωνιότητα – δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ο μικρότερος κύκλος έχει γύρω του κλήματα και φύλλα αμπελιού. Πρόκειται για το συμβολισμό του Χριστού και της Θ. Ευχαριστίας. ”Εγώ είμαι το αληθινό κλήμα” (Ιωάν. 15,1). Προς το τέλος του ψηφιδωτού, υπάρχουν δύο στήλες με παραστάσεις από δελφίνια και άλλα μικρότερα ψάρια. Μάλλον πρόκειται για το σύμβολο του Χριστού ως ΙΧΘΥΣ σύμφωνα με την ακροστιχίδα Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ. Εδώ προτιμάται το δελφίνι, γνωστό για την κοινωνικότητα, την υψηλή νοημοσύνη και τα φιλικά του αισθήματα προς τον άνθρωπο, αλλά και την ιδιότητά του να κοινωνεί παράλληλα ενός άλλου κόσμου. Το παγώνι, τέλος, σύμβολο του παραδείσου, αλλά και της ανθρώπινης περιπέτειας.   
    Τα ψηφιδωτά αποτελούν τη σπουδαιότερη έκφραση του πνεύματος της βυζαντινής τέχνης. Τα δάπεδα των Εκκλησιών είχαν περιορισμένα θέματα, γιατί αποφεύγονταν για ευνόητους λόγους ιερές σκηνές από τα Ευαγγέλια. Δεν ήταν σωστό να πατούν οι άνθρωποι πάνω σε άγια πρόσωπα και πράγματα. Έτσι η θεματολογία ήταν καθαρά διακοσμητική – κυρίως γεωμετρικά σχέδια σε μεγάλη ποικιλία. Γι αυτό όπως φαίνεται και εδώ, τα δεσπόζοντα θέματα έχουν διακοσμητικό χαραχτήρα και διακρίνονται σε: α) γεωμετρικά, δηλ. συμπλεκόμενοι κύκλοι, τρίγωνα, ζατρίκια, ρόμβοι, φολίδες, ρόδακες κ. ά. β) φυτικά, δηλαδή άνθη, κρίνα, κληματίδες με ή χωρίς σταφύλια, αγκινάρες, κυματοειδείς βλαστοί κλπ. γ) Μικρά και μεγάλα ψάρια. δ) Διάφορα πτηνά (κυρίως παγώνι και άλλα μικρότερα). Ωστόσο, αυτού του τύπου τα μωσαϊκά δάπεδα ήταν ουσιαστικά ένα είδος άφθαρτου τάπητα, προορισμένου να διαρκέσει αιώνια, πράγμα που ισχύει εδώ.

Back to top button