Ενημέρωση

Τρεις Ιεράρχες: Πρότυπα διαχρονικά της κοινωνίας

Τρεις Ιεράρχες: Πρότυπα διαχρονικά της κοινωνίας

Η σημερινή εορτή είναι αφιερωμένη σε τρεις μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του ιερού Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Η Εκκλησία τους ονομάζει «φωστήρες της τρισηλίου θεότητος». Και η ελληνική Παιδεία τιμά τους εμπνευστές και προστάτες της σύνθεσης της ελληνικής σοφίας με τη θεία Αποκάλυψη του ευαγγελικού λόγου. Μία σύνθεση που άρχισε ήδη από τους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, με μία θαυμάσια ελληνιστική παιδεία, και έφτασε στην αποκορύφωση με τους μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους του τετάρτου αιώνα μ. Χ. Ο οικουμενικός ελληνισμός συναντάται με την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού.
 
Σήμερα, χίλια εξακόσια χρόνια περίπου από την κοίμηση του Χρυσοστόμου, αναρωτιέται κάποιος, κατά πόσον στη χώρα που γεννήθηκαν τα ιδεώδη του ελληνισμού και ανδρώθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου, έχουν κάποιο αντίκρισμα τα λόγια και οι νουθεσίες, μα κυρίως η ζωή, των τριών αυτών προσώπων. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που τα πάντα, ορισμένοι κύκλοι, προσπαθούν να τα αλλοιώσουν ή και να τα ισοπεδώσουν κάποιες φορές, αυτή η ζωή και διδασκαλία των συγκεκριμένων προσώπων, γίνεται παράδειγμα, όχι προς μίμηση, αλλά προς αποφυγήν. Παράδειγμα προς αποφυγήν, όχι γιατί αυτά που εκφράζουν οι συγκεκριμένοι Πατέρες είναι λανθασμένα, αλλά γιατί δεν συμβαδίζουν με τον τρόπο ζωής που κάποιοι, εδώ και χρόνια, με πολύ έντεχνο τρόπο προσπαθούν να διαμορφώσουν στην ελληνική κοινωνία. Μία κοινωνία που προσπαθεί να εντάξει τον άνθρωπο μέσα στη μάζα και ουσιαστικά να του αφαιρέσει την προσωπική του υπόσταση, εκείνο που τον κάνει να διαφέρει από τους άλλους και κατά συνέπεια εκείνο που τον μαθαίνει να συνυπάρχει με τους άλλους. Κάτι που οι τρεις αυτοί Πατέρες, σε όλη τους τη ζωή, προσπάθησαν να πραγματώσουν, ακόμα και όταν αντίπαλος τους ήταν η αυτοκρατορική εξουσία. Πρόβαλαν την αξία του ανθρωπίνου προσώπου, ως οντότητα ξεχωριστή,  διότι πρότυπό τους δεν ήταν κάποια αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, ούτε κάποια ιδεολογία, αλλά ένα πρόσωπο, του Ιησού Χριστού. «Διότι στο πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος ο Θεός, σιωπηρά και ασκητικά, γίνεται άνθρωπος. Ο Λόγος γίνεται σάρκα. Τα λόγια γίνονται σάρκα. Η αγάπη γίνεται σάρκα, γίνεται σώμα οικουμενικό, υπόσταση όλων των ανυπόστατων, ύπαρξη όλων των ανύπαρκτων, παρουσία όλων των απόντων, καταφυγή όλων των κατατρεγμένων. Γίνεται τόπος κατάθεσης οποιασδήποτε εμμονής ηθικής, προκειμένου να ανθίσει το λουλούδι, το ήθος της κοινωνίας. Γίνεται αναξιότητα, γίνεται ξένος, γίνεται πάροικος, γίνεται μετανάστης, πρόσφυγας, συγκαταβαίνει και ταπεινώνεται, έτσι ώστε να μεταμορφώσει και να μετασχηματίσει το σώμα της αδοξίας σε σώμα δόξας ».
 
Οι τρεις Ιεράρχες αγαπούσαν τον άνθρωπο γιατί αγαπούσαν τον Χριστό. Και τον ήθελαν να είναι ικανός να αντεπεξέλθει στις όποιες δυσκολίες συναντήσει. Στα όποια άσχημα γεγονότα γίνει μάρτυρας. Και ένας τρόπος για να τα φέρει εις πέρας ο άνθρωπος, είναι να έχει παιδεία. Παιδεία που θα τον κάνει να ξεχωρίζει, όχι τόσο προς όφελός του, αλλά προς όφελος της κοινωνίας που διαβιεί. 
 
Και, όμως, σαράντα τρία χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το θέμα της παιδείας παραμένει ζητούμενο. Ακόμη δεν έχει κατασταλάξει η Ελληνική πολιτεία τι είδους παιδεία και τι είδους εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσφέρεται στους μαθητές. Πρέπει να διευκρινιστεί, όμως, το εξής: η παιδεία απαντά στο ερώτημα ποιον τύπο και ποιον χαρακτήρα ανθρώπου θέλουμε να διαπλάσουμε μέσω της μόρφωσης. Αντίθετα, η εκπαίδευση απαντά στο ερώτημα ποιες γνώσεις και εμπειρίες πρέπει να αποκτήσει ο νέος για να ασκήσει ένα επάγγελμα – λειτούργημα με επιτυχία. Παιδεία και εκπαίδευση δεν ταυτίζονται, αλλά η μία συμπληρώνει την άλλη και είναι αναγκαίο η κοινωνία μας να δώσει απάντηση στο εξής ερώτημα: τελικά ποιον άνθρωπο θέλουμε να διαπλάσουμε, ποια πρότυπα και ποιες αξίες θέλουμε να μεταδώσουμε στους νέους μας;
 
Οι τρεις Ιεράρχες, σήμερα, θα αγωνίζονταν για μια παιδεία δικαίωμα του κάθε νέου ξεχωριστά. Όλα τα παιδιά έχουν και πρέπει να έχουν το δικαίωμα στη μόρφωση. Τα παιδιά δικαιούνται να αποκτήσουν το αγαθό αυτό το οποίο θα αλλάξει τη ζωή τους. Το σχολείο πρέπει να είναι για όλους ανοικτό και προσβάσιμο. Είναι αυτό που θα τους χαρίσει τα εφόδια για να τραβήξουν ο καθένας το δρόμο του, ως επιστήμονας, οικογενειάρχης και, κυρίως, ως ενεργό μέλος της κοινωνίας. Διότι η κοινωνία έχει ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους, πάνω στους οποίους θα στηρίζεται και οι όποιες μεταρρυθμίσεις, θα έπρεπε να γίνονται γύρω από το μορφώσιμο του κάθε ανθρώπου και όχι να εξαντλούνται πάνω σε κάποιο σύστημα εισαγωγής σε ανώτατες σχολές. Η μόρφωση είναι κάτι παραπάνω και από το πτυχίο. Η μόρφωση είναι πολιτισμός. 
 
Γιατί η παιδεία και η εκπαίδευση, δεν πρέπει να ολοκληρώνονται σε μία στοιχειώδη πληροφόρηση για τα πράγματα. Ο σκοπός της είναι πιο ουσιαστικός. Διαμορφώνει συνειδήσεις, δημιουργεί αξίες, πρότυπα. Σήμερα οφείλουμε να ξαναδούμε από την αρχή, κατά πόσον το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, διαμορφώνει ανθρώπους με κριτική σκέψη, ανθρώπους που δεν νοιάζονται μονάχα για το ατομικό τους συμφέρον, αλλά προς όφελος της κοινωνίας. Η εκπαίδευση οφείλει να δημιουργεί υπάρξεις ελεύθερες και όχι φυλακισμένες σε πρότυπα και ιδεώδη που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Κατά πόσον σήμερα, συμφέρει ή βολεύει κάποιους, η κοινωνία να είναι γεμάτη από ελεύθερους ανθρώπους και με κριτική σκέψη;
 
Οι τρεις Ιεράρχες εκτός από μεγάλοι παιδαγωγοί, ήταν επίσκοποι. Ήταν εκείνοι που την θυσία του Χριστού την μετέβαλαν στο ψιλό νόμισμα των αναρίθμητων καθημερινών πράξεων της θυσίας, για τις οποίες η ζωή του επισκόπου και του ιερέα δίνει τις ευκαιρίες. Ήταν τα πρόσωπα εκείνα που πρόσφεραν και προσφέρονταν, όπως Εκείνος, όμοιοι με τον Χριστό, ταυτόχρονα αρχιερείς και θύμα. Παρουσίαζαν τον ίδιο τον εαυτό τους σαν τον άρτο που τα χέρια του Χριστού τεμαχίζουν και προσφέρουν. Πρόσφεραν την ίδια τους τη ζωή σαν τον οίνο που τα χέρια του Ιησού δίνουν προς πόσιν. Ο προσωπικός προορισμός των τριών Ιεραρχών συμπλέκεται με τον προορισμό του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Γιατί οι τρεις Ιεράρχες ήταν σε όλο τον βίο τους η θυσία του ανθρώπου που προστέθηκε στη θυσία του Θεού. Και αυτό διότι οι τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος, ο ιερός Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γνώριζαν ότι η αγάπη η χριστιανική δεν είναι ανταποδοτική. Κυρίως είναι θυσιαστική, υπερβατική, απόλυτη. Δεν περιχαρακώνεται σε ατομικότητες, αλλά διαμορφώνει προσωπικότητες, που θυσιάζονται για τον συνάνθρωπο, που θυσιάζουν το «εγώ» τους για το «εμείς» και μέσα από το πρόσωπο του άλλου ανδρώνεται το δικό τους πρόσωπο. Γιατί η αγάπη σημαίνει σχέση και η σχέση προϋποθέτει το θάνατο του «εγώ» μας. 
                                                                                     
Ανδρέας Φαρσάρης
Θεολόγος
 
Back to top button