Ενημέρωση

Ἱστορική προσέγιση τῆς ἐξέλιξης τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἐμμανουήλ Κατσαροῦ
Ἰεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου

O κύκλος τῶς ἑορτῶν μέ κέντρο τό Ἅγιο Πάσχα, ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ λειτουργιολόγος, ἀείμνηστος καθηγητής Ι. Φουντούλης, ἀκολουθεῖ κατά βάση τό σεληνιακό ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο, σέ σχέση μέ τό ἡλιακό ρωμαϊκό δίνει τήν ἐντύπωση τῆς μή σταθερότητας, τῆς κινήσεως, γι᾽ αὐτό καί ἀποκαλεῖται «κινητός ἑορτολογικός κύκλος».

 
Σέ ἀντίθεση μέ αὐτόν, ὁ λεγόμενος «ἀκίνητος ἑορτολογικός κύκλος» ἀποτελεῖται ἀπό τίς ἑορτές, οἱ ὁποῖες καθορίστηκαν ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο σέ σταθερή συμβατική ἡμερομηνία τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡλιακοῦ ἡμερολογίου. Πολλές ἀπό αὐτές ἔλαβαν τή θέση εἰδωλολατρικῶν καί ἰδιαίτερα ἡλιακῶν ἑορτῶν, μέ τίς ὁποῖες καί ἔχουν μία τελείως ἐξωτερική ἐννοιολογική καί θεματολογική ἀντιστοιχία, ὅπως εἶναι οἱ ἑορτές, ἀρχικῶς, τῶν Θεοφανείων καί ἀργότερα τῶν Χριστουγέννων.
 
Παρόλο πού τά Χριστούγεννα εἶναι χριστολογικά τό πρῶτο γεγονός, ἐντούτοις δέν εἶναι καί ἡ πρώτη ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου. Ἀπό τά εὐαγγέλια δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε τήν ἀκριβῆ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης δέν φαίνεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά ἔγινε κατά τήν χειμερινή περίοδο. Ἀπό τήν ἱστορική ἔρευνα διαπιστώνεται ὅτι οἱ ἀπόστολοι καί τά μέλη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας γιά ἕνα ἀρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα δέν ἑόρταζαν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τήν ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου του.
 
Κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες μετά τό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κανείς δέν γνώριζε καί λίγοι ἐνδιαφέρόνταν γιά τόν ἀκριβῆ προσδιορισμό τῆς ἄγνωστης ἡμερομηνίας Γεννήσεώς του. Ἔχει μάλιστα γραφεῖ ὅτι οἱ πρώτοι χριστιανοί θέλοντας νά τονίσουν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ σκοπίμως ὑποβίβαζαν τή σημασία τῆς σαρκικῆς Γεννήσεώς του. Τοῦτο συνέβαινε διότι ἀπέφευγαν νά ἑορτάζουν γενικῶς τίς ἡμέρες τῶν γενεθλίων, πιθανότατα λόγω τῆς σχέσης τους μέ τήν ἀστρολογία καί τήν μαντεία, τῶν παγανιστικῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς καί ἴσως γιά λόγους ἀποστασιοποίησης ἀπό τίς γενέθλιες ἑορτές τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποίοι ἐτιμῶντο ὡς θεοί.
 
Ἡ ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πιθανολογεῖται ὅτι ἀνάγεται κατά τόν δεύτερο ἤ τρίτο αἰώνα. Τό ἰδιαίτερα σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γέννησης τοῦ θεανθρώπου ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἑορτή τῶν Θεφανείων, τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, καί ἑορταζόταν στήν Ἀνατολή ἀπό κοινοῦ κατά τήν 6η ἰανουαρίου ὑπό τό ὄνομα «Θεοφάνεια» ἤ «Ἐπιφάνεια». Εἰδικότερα, στά μέσα τοῦ δεύτερου αἰώνα κάποιες γνωστικές αἱρετικές παραφυάδες ἄρχισαν νά ἑορτάζουν τά Χριστούγεννα μαζί μέ τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στίς 6 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου κατά τόν παλαιότερο ἡμερολογιακό προσδιορισμό.
 
Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς ὀνομασίες «Ἐπιφάνεια», «Θεοφάνεια» καί «Φῶτα» ἤθελε νά ἀντιτάξει τότε στήν ἐμφάνιση τῆς ψευδοθεότητας ἤ τοῦ ψευδοθεοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἀναβιβαζόταν στό ρωμαϊκό θρόνο ἤ εἰσερχόταν νικητής σέ κάποια πόλη, τήν σωτήρια ἐπιφάνεια ἐπί τῆς γῆς τοῦ ὄντως ἀληθινοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 
Οἱ ἀρχές τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἀνάλογες πρός τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Οἱ ἐθνικοί ἑόρταζαν τήν 6η Ἰανουαρίου, σύμφωνα μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, τό χειμερινό ἡλιοστάσιο στήν Αἴγυπτο καί τήν Ἀραβία. Στίς ἀρχές τοῦ τρίτου αἰώνα πρώτα οἱ αἱρετικοί τοῦ Βασιλείδου ἐπεχείρησαν τήν ἀντικατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς μέ τή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὀπαδοί τοῦ αἱρεσιάρχου Βασιλείδου ἀρχικά εἶχαν καθορίσει τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων στίς 20 Μαΐου ἤ στίς 19 ἤ τίς 20 Ἀπριλίου. Λίγο ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καθόρισε τήν 6η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανείων ἤ Θεοφανείων.
 
Ἡ ἑορτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων εἶχε ἀρχικά πολλαπλό θεολογικό περιεχόμενο ὡς μνήμη ὅλων ἐκείνων τῶν γεγονότων τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τῶν ὁποίων ὁ ἔνσαρκος Υἱός Θεός Λόγος ἐπεφάνη στόν κόσμο καί στά ὁποία κατ᾽ἐξοχήν ἐφάνη καί πιστοποιήθηκε ἡ θεότητά του. Τά γεγονότα αὐτά ἦταν: ἡ Γέννηση, ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων, ἡ Βάπτιση στόν Ἰορδάνη μέ τήν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ἐν Κανᾶ θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο, ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων μέ πέντε ἅρτους κ. ἄ., ὅπου φανερώθηκε ἡ θεία Δύναμη τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 
Πολύ εὔστοχα λοιπόν ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ ἑορτή τῶν Θεοφανείων ὑπῆρξε στήν ἀρχή «συγκεντρωτικἠ ἑορτή», κατά τήν ὁποία ἑορταζόνταν πολλά γεγονότα καί γι᾽ αὐτό ἡ ὀνομασία της «Θεοφάνεια» ἤ «Ἐπιφάνεια» εἶναι στον πληθυντικό ἀριθμό.
 
Ὁ συνεορτασμός τῶν Χριστουγέννων μέ τά Θεοφάνεια στήν Ἀνατολή κατά τόν τρίτο αἰώνα συνεχίστηκε νά ἑορτάζεται ὡς κοινή ἑορτή μέχρι τά τέλη περίπου τοῦ τέταρτου αἰώνα στήν Αἴγυπτο (Ἀλεξάνδρεια), στά Ἰεροσόλυμα καί στή Θράκη (Ἠράκλεια).
 
Κατά τόν τέταρτο αἰώνα ἡ Δύση δέχθηκε τήν ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων ἀπό τήν Ἀνατολή καί στή συνέχεια ἡ Ἀνατολή, λίγο ἀργότερα, παρέλαβε ἀπό τή Δύση τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (25 Δεκεμβρίου), τήν ὁποία ἀπό τόν δεύτερο αἰώνα ὁ Πάπας Ρώμης Τελέσφορος (125 – 136 μ.Χ.) γιά πρώτη φορά γύρω στό 135 μ.Χ. ἀπεφάσισε νά τιμήσει καί νά μνημονεύσει τό ἰδιαίτερο γεγονός τῆς ἐλεύσεως τοῦ θεανθρώπου στόν κόσμο, θεσπίζοντας τήν ἑορτή των Χριστουγέννων ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117-138).
 
Ἀπό τά μέσα τοῦ τετάρτου αἰώνα μαρτυρεῖται ὅτι στή Δύση καί συγκεκριμένα στή Γαλατία καί στήν Ἱσπανία ἑορταζόταν ἡ ἑορτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, ἐνῶ κατά τήν ἴδια ἱστορική περίοδο καταγράφεται στίς πηγές ὅτι τό γεγονός τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἑορταζόταν ξεχωριστά σε ὁρισμένες ἐπαρχίες. Εἶναι ἀπολύτως τεκμηριωμένο ὅτι τήν 25η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 354 ὁ Πάπας Ρώμης Λιβέριος ἑόρτασε ἰδιαιτέρως τό γεγονός τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες ἑορταζόταν ἀκόμη στίς 6 Ἰανουαρίου.
 
Σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοῦ καθ. Πανεπιστημίου ἀρχιμ. Νικολάου Ἰωαννίδη: «ὁ διαχωρισμός τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τῆς Βαπτίσεως ἀποδίδεται συνήθως σέ δύο λόγους:
 
α) ὁ πρῶτος θεωρεῖ ὅτι μετά τόν τερματισμό τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρικῶν θανάτων τῶν χριστιανῶν ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν οἱ ἐνθουσιαστικές ἐσχατολογικές τάσεις καί νά ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο ἡ ἀνθρώπινη ζωή καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως ἄρχισε νά γίνεται πιό σεβαστή, μέ συνέπεια νά καθιερωθεῖ καί ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων·
 
β) ὁ δεύτερος λόγος ἀναφέρεται στήν ἀνάγκη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας νά καθιερώσει κάποια ἑορτή παράλληλη πρός τίς εἰδωλολατρικές ἑορτές πού ἑορτάζονταν στίς 25 Δεκεμβρίου καί στίς προηγούμενες ἀπό αὐτήν ἡμέρες.
 
Εἰδικότερα στή Ρώμη ἀπό τήν 17η ἕως καί τήν 23η Δεκεμβρίου ἄρχιζαν οἱ ἑορτές Saturnalia, ἀφιερωμένες στό θεό Saturna (Κρόνο), πού περιελάμβαναν θεατρικές παραστάσεις καί κορυφώνονταν τήν 24η καί 25η Δεκεμβρίου, ἡμέρα ἀφιερωμένη στό θεό Μίθρα, δηλαδή τόν «ἀήτητο Ἥλιο» (sol invictus), καθώς ἐπίσης καί οἱ ἑορτές Brunalia, ἑορτασμός τῆς μικρότερης ἡμέρας τοῦ ἔτους (bruna).Ὁ θεός Ἥλιος ἑορταζόταν στή Ρώμη ὡς κρατικός καί αὐτοκρατορικός θεός καί ἰδιαίτερα κατά τή βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (361 – 363), μέ τήν ἐπέκταση δε τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή καθιερώθηκε ἡ συγκεκριμένη ἑορτή σέ χῶρες ὅπου ἀργότερα ἀναπτύχθηκε ἡ χριστιανική Ἐκκλησία, ὅπως ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Συρία. Σέ ὁρισμένα «χρονικά» ἡ 25η Δεκεμβρίου σημειώνεται καί ὡς «γενέθλιος ἡμέρα τοῦ «ἀήτητου Ἥλίου».
 
Ἄξιο μνείας εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἡλίου ἦταν ἀσφαλῶς συνδεδεμένη μέ τή θεωρία τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης ὅτι στό χειμερινό ἡλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) σημειώνεται ἡ ἐτἠσια μικρότερη διάρκεια τῆς ἡμέρας καί ἀντιστοίχως ἡ μεγαλύτερη διάρκεια τῆς νύχτας. Ἡ ἡμέρα ἀρχίζει νά μεγαλώνει ἀπό τήν 25η Δεκεμβρίου μέχρι καί τήν ἀντιδιαμετρική περίπτωση, τό θερινό ἡλιοστάσιο (21 Ἰουνίου). Ἀπό πολλούς μελετητές θεωρήθηκε δηλαδή ὅτι κατά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο ὁ Ἥλιος ἀρχίζοντας τή νικηφόρο πορεία του ξαναγεννιέται καί γι᾽ αὐτό καθιερώθηκε ὡς γενέθλιος ἡμέρα του. Οἱ ἐθνικοί λοιπόν ἑόρταζαν τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ ἀήτητου ἡλίου, τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἡμέρας, συμβολίζοντας τή νίκη τοῦ φωτός κατά τοῦ σκότους».
 
Στήν παγανιστική καί εἰδωλολατρική αὐτή ἑορτή οἱ χριστιανικές Ἐκκλησίες πολύ σοφά καί συμβολικά ἀντέταξαν τήν Γέννηση τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ «νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης», τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διέλυσε τή μακρά νύχτα τῆς φθοροποιοῦ ἁμαρτίας καί τῆς πολυθεΐας τῶν εἰδώλων. Στό πλαίσιο αὐτό ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντῖνος (274-323) σέ ἀντίθεση μέ τούς προκατόχους του ἄρχισε σταδιακά νά τιμᾶ ὄχι τόν εἰδωλολατρικό θεό Ἥλιο, ἀλλά τόν ἐνσαρκωμένο καί ἐνανθρωπήσαντα Υἱό Θεό Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς τόν ἀληθινό «ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», ὁ ὁποῖος «ἐπεφάνη ἐν σαρκί τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων».
 
Οἱ συγγραφεῖς Σ. Θεοδοσίου καί Μ. Δανέζης πολύ εὔστοχα ἐπισημαίνουν ὅτι: «Ἡ χριστιανική ἀντίληψη γιά τό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό τά πρώτα χριστιανικά κείμενα καί τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου δέν ἔγινε ἀποκλειστικά γιά λόγους ἀνταγωνιστικούς στήν εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἀλλά ὅτι προῆλθε ἁπλῶς ἀπό τή σημασία πού ἤδη οἱ χριστιανοί ἀπέδιδαν στήν ἑορτή, ἐνῶ, ὅπως φαίνεται, ἡ ἀντιπαράθεση πρός τήν παγανιστική ἑορτή ὑπῆρξε μόνο ἡ ἀφορμή.
 
Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή δέν ἦταν νά ἀντιπαρατάξει μία χριστιανική ἑορτή σέ μία ἐπικρατοῦσα εἰδωλολατρική, ἀλλά νά ἀποσαφηνίσει τό σωτηριολογικό μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς πιστούς χριστιανούς καί νά δώσει συγχρόνως ἀπάντηση στίς πνευματικές ἀναζητήσεις τῶν ἐθνικῶν».
 
Στή Ρώμη, κατά τό ἔτος 354 ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἑορταζόταν ἰδιαιτέρως τήν 25η Δεκεμβρίου, ἐνῶ στήν Ἀνατολή συνέχισε νά ἑορτάζεται στις 6 Ἰανουαρίου μαζί μέ τά Θεοφάνεια ἤ Ἐπιφάνεια ἤ Φῶτα. Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ τέταρτου αἰώνα ἄρχισε σταδιακά καί σέ ὁρισμένες τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου.
 
Ἔτσι, τό ἀρχικό ἑορτολογικό θέμα διχοτομήθηκε καί τέθηκε σέ ἱστορική πιά βάση (Γέννηση τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου, Βάπτιση στίς 6 Ἰανουαρίου) κι ἔγινε ἀποδεκτό τό νέο ἑορτολογικό σχῆμα ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν Ἀνατολή καί τή Δύση ἐκτός βέβαια ἀπό τήν Ἀρμενική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μέχρι καί σήμερα κρατᾶ τόν ἀρχικό σύνθετο ἑορτασμό στίς 6 Ἰανουαρίου.
 
Ἡ κατ᾽ ἀνατολάς γεωγραφική ἐξάπλωση καί καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου φαίνεται ὅτι ἀρχικά ἐντοπίζεται λίγο πρίν τό 380 στήν Καππαδοκία καί εἰδικώτερα στήν μεγαλώνυμη πόλη τῆς Καισαρείας, ὅπου καθιέρωσε τήν ἑορτή ὁ ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς Βασίλειος ὁ Μέγας καί μαρτυρεῖται ὅτι στήν κατ᾽ ἐκεῖνο τό ἔτος ἱερουργία τῆς λειτουργίας τῶν Ἐπιφανείων παρευρέθη καί ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (328 378).
 
Στήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων ὡς ξεχωριστή ἑορτή ἀπό τά Θεοφάνεια καί ὁ πανηγυρισμός της στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσάγεται, κατά τόν ἀρχιμ. Νικόλαο Ἰωαννίδη, ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο.
 
Μετά τό θάνατο τοῦ Οὐάλεντος καί τήν ἄνοδο στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεοδοσίου του Μεγάλου, ἐξελέγη τό ἔτος 379 ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά νά ἀποκαταστήσει τήν ὀρθοδοξία πού εἶχε πληγωθεῖ ἀπό τήν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ὁ Γρηγόριος ἀπό τό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, τό μόνο πού εἶχε ἀπομείνει στά χέρια τῶν ὀρθοδόξων, ἄρχισε τήν κηρυγματική καί ἐν γένει ποιμαντική του δραστηριότητα.
 
Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά ἑόρτασε ξεχωριστά στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 379 τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἐκφώνησε τρεῖς ἐπίκαιρες ὁμιλίες. Μάλιστα, εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στίς ὁμιλίες αὐτές ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς εἰσηγητή τοῦ ξεχωριστοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων στήν Κωνσταντινούπολη: «Ἐγώ τε ὁ τῆς ἑορτῆς ἔξαρχος».
 
Πολλοί ξένοι ἐρευνητές ἀναφέρουν ὅτι μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀπό τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τό ἔτος 381 φαίνεται πώς ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔπαυσε νά πανηγυρίζεται στίς 25 Δεκεμβρίου καί ἐπανεισήχθη ἀπό τόν βασιλέα Ὀνώριο (395-428) ὅταν ἐπισκέφθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τόν ἀδελφό του Ἀρκάδιο (395-408) καί τόν ἔπεισε νά ἑορτάζονται τά Χριστούγεννα κατά τό παράδειγμα τῆς Ρώμης.
 
Τό συμβάν αὐτό θά πρέπει νά συνέβη κατά τό ἔτος 395.Στήν Ἀντιόχεια ὁ ξεχωριστός ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ μαρτυρία ὅτι ἡ ἑορτή ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως στήν Ἀντιόχεια κατά τήν δεκαετία 376-386. Στίς ἀρχές τοῦ πέμπτου αἰώνα καί συγκεκριμένα κατά τό ἔτος 432 εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.
 
Στήν τοπική Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἀρχαία σύνθετη κοινή ἑορτή Χριστουγέννων καί Θεοφανείων διατηρήθηκε γιά περισσότερο χρονικό διάστημα, ἀλλά τελικῶς ὁ πατριάρχης Ἰουβενάλιος (425-458) εἰσήγαγε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου. Ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτοῦ ὑπῆρξε προσωρινή, ἀλλά ἐπικράτησε ὁριστικῶς κατά τόν ἕβδομο αἰώνα στά Ἰεροσόλυμα, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ πατριάρχου Ἰεροσολύμων Σωφρονίου (634-638).Τέλος, στή Κύπρο σταθερά ἐπικρατοῦσε ἡ ἀρχαία ἑορτολογική πρᾶξη τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ μέχρι τά τέλη τοῦ τετάρτου αἰώνα.
 
Ἀπό ὅλα τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἐτιμᾶτο ξεχωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως καί σταδιακά ἡ ἑορτολογική αὐτή συνήθεια εἰσήχθη καί στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τά τέλη τοῦ τετάρτου μέχρι καί τά μέσα τοῦ πέμπτου αἰώνα.
 
Τελικῶς ἡ διχοτόμηση τοῦ ἀρχικοῦ σύνθετου ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Βαπτίσεως ἀντίστοιχα στις 25 Δεκεμβρίου καί στίς 6 Ἰανουαρίου τέθηκε σέ ἱστορική πιά βάση καί διαμόρφωσε στήν πληρότητά του τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο.
 
Back to top button