ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ φθάσαμε κι ἐφέτος τήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα, νά χαιρετίσομε τόν νέο ἐνιαυτό τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. Καί στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού μᾶς καλεῖ μέ τήν ἐναλλαγή τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν, νά ἀναμετρήσομε τήν πιστότητά μας στό ἔργο μας, στήν ἀποστολή μας, στήν παρουσία μας μέσα στόν χρόνο, πού δεσπόζει ὡς μνήμη καί ἀποτύπωση τῶν βημάτων μας, μέσα στήν ἀτέλειωτη πορεία πρός τόν καιρό τῶν ἐσχάτων. Ὅλοι μας εἴμαστε «κλητοί» Θεοῦ.
Κατοικοῦμε σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο τόπο, σ’ αὐτό τό μυρωμένο νησί, πού τό χαϊδεύει καί τό μυρώνει ἡ αὔρα τοῦ ἀρχιπελάγους καί τό μνημονεύουν οἱ ἀνάσες λαῶν καί πολιτισμῶν. Πέρασαν ἀπό ἐδῶ καί ποιοί δέν πέρασαν! Ὅμως ἡ Κρήτη ἔμεινε στήν Ἱστορία ὡς Χριστιανική Κρήτη, γιατί συνδέεται ἐξ ἀρχῆς μέ τούς πρωτοκορυφαίους τῶν Ἀποστόλων: τόν Πέτρο στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου Κρῆτες «προσήλυτοι» ἦσαν ἀπό τούς πρώτους πού ἄκουσαν καί μετέφεραν τά πρῶτα σπέρματα τοῦ Χριστιανισμοῦ στό νησί καί κυρίως τόν Ἀπόστολο Παῦλο μέ τόν ἄξιο μαθητή του Ἀπόστολο Τίτο, τόν ὁποῖο «κατέλιπεν ἐν Κρήτῃ», γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης θεωρεῖται καί εἶναι μία ἀπό τίς παλαιότερες ἀποστολικές Ἐκκλησίες. Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Μία πορεία. Ἕνα περπάτημα μέσα στόν χρόνο, μία μνήμη καί μία ἀνάμνηση. Μία ἀναπνοή πού ζωογονεῖται μέ τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη, μ’ αὐτά δηλαδή τά ὑλικά καί τίς δυνάμεις πού εἶναι ζυμωμένη ἡ ζωή καί ἡ διακονία μας.
Ἔτσι, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱδρύσεώς της ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἔδωσε τή μαρτυρία της μέσα σέ ἕναν κόσμο «κατείδωλον». Ναοί μικροί καί μεγάλοι, ὁρατά σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ γέμισαν πόλεις καί χωριά, κι ἡ ὕπαιθρος χώρα στολίστηκε ἀπό μικρά κάτασπρα ἐκκλησάκια, πού μαρτυροῦνε τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τῶν πιστῶν στόν Χριστό. Στόν Ἀπόστολο Τίτο, πρῶτο Ἐπίσκοπο της Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὀφείλεται ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς ὑποδείξεις καί τά κελεύσματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ ἀπόστολος Τίτος παρέμεινε πιστός μαθητής στόν ἀπόστολο Παῦλο καί τήρησε πιστά τὸ σχῆμα τῆς ἐντολῆς του. Πρῶτον «ἵνα τά λείποντα ἐπιδιορθώσῃ», δεύτερον «νά καταστήσῃ κατά πόλιν πρεσβυτέρους», τρίτον νά κηρύξει στόν λαό «τήν ὑγειαίνουσαν διδασκαλίαν» μέ γνώμονα νά γίνει «τύπος τῶν καλῶν ἔργων».
Ἡ δράση τοῦ Ἀποστόλου Τίτου ὑπῆρξε κοπιώδης, ἀλλά ἀπο-τελεσματική. Τά ζιζάνια τῆς εἰδωλολατρίας ξεριζώθηκαν καί στή θέση τους ὑψώθηκαν τά κάστρα τοῦ Σταυροῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐθε-μελίωσε τήν Ἐκκλησία Κρήτης πάνω σὲ γερά θεμέλια καί ἐξασφάλισε τήν περαιτέρω πορεία της. Διωγμοί μέ μανία, ἄν καί ξεσηκώθηκαν ἀπό τήν ἀρχή καί πολέμησαν τή νέα πίστη, δέν τήν τρόμαξαν, ἀπεναντίας τή δυνάμωσαν καί μέ τά ἅγια λείψανα τῶν μαρτύρων της ἔκτισε θυσιαστήρια. Ὕψωσε τό δισκάριο μέ τίς μερίδες τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, ὁμολογητῶν, Ὁσίων καί Ὁσιομαρτύρων ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων καί ἀνάδειξε τόπους λατρείας, σπήλαια καί χαράδρες τῆς Κρήτης, πού ἔγιναν μοναστικά κρησφύγετα προσευχῆς. Ὅλο τὸ νησί εὐωδιάζει πλέον ἀπό τά μυρίπνοα αἵματα τῶν μαρτύρων καί τίς προσευχές τῶν ἁγίων. Τά θυσιαστήρια προσφέρουν ἀφειδῶς εὐώδη θυμιάματα, πού ἑνώνονται μέ τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν κρίνων, μέ τά ὁποῖα ὁ καλός Θεός ἔχει στολίσει τό μεγαλόπρεπο νησί.
Ἡ παύση τῶν διωγμῶν καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐλεύθερης θρησκείας ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. ἄνοιξε μιά νέα σελίδα ὄχι μόνο γιά τόν χριστιανισμό, ἀλλά καὶ γιά ὁλόκληρό τὸ ρωμαϊκό κράτος καί τήν οἰκουμένη. Ἀπό τότε (μέσα τοῦ 4ου αἰ.) στήν Κρήτη ὑπῆρχαν τουλάχιστον ἕξι Ἐπισκοπές, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ἐπισκοπῆς Γορτύνης. Αὐτή ἡ κοσμοϊστορική ἀλλαγή συμπληρώθηκε ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), μέ τήν καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό 380, ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ κράτους καί τήν οὐσιαστική ἀπαγόρευση τῆς εἰδωλολατρίας. Ὅμως ἡ ἴδια ἐποχή -ὁ 4ος αἰώνας- ἀποτελεῖ τό ξεκίνημα μιᾶς μεγάλης περιόδου ἐντονότατων καί ἀποφασιστικῆς σημασίας ἀγώνων κατά τῶν αἱρέσεων καί μέσα ἀπό αὐτούς τούς ἀγῶνες ὁ Χριστιανισμός διαμόρφωσε τελικά τὸ δόγμα καί τήν ὁριστική φυσιογνωμία του. Ἀπό τήν πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (325-535) ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε στήν Κρήτη, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τόν κατάλογο τῶν 22 Ἐπισκοπῶν, οἱ ὁποῖες ἀναγράφονται στόν Συνέκδημο (Πολιτική Γεωγραφία τοῦ Ἱεροκλέους τοῦ Γραμματικοῦ, 528-535).
Ὁ ἀριθμός αὐτός τῶν Ἐπισκοπῶν φαίνεται ὑπερβολικά μεγάλος μέ τά σημερινά δεδομένα, ἀλλά μέ τά δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς δέν εἶναι μεγάλος, γιατί στήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση κάθε τοπική Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε ἰδιαίτερη Ἐπισκοπή μαζί μέ τούς οἰκισμούς τῆς περιοχῆς. Μετά τήν εἰσαγωγή τοῦ μητροπολιτικοῦ διοικητικοῦ συστήματος ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο (325), ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ὀργανώθηκε σέ ἰδιαίτερη Μητρόπολη, μέ Μητροπολίτη τόν ἐπίσκοπο Γορτύνης, στόν ὁποῖο ὑπήχθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μεγαλονήσου. Μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, ὅπως ὅλες οἱ κατά τόπους χριστιανικές Ἐκκλησίες, ἦταν αὐτοκέφαλη. Ὁ 5ος αἰώνας ὑπῆρξε γιά τήν Κρήτη ὁ αἰώνας τοῦ πλήρους θριάμβου τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ὁλόκληρο τόν πληθυσμό. Ἁπτό παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἀποτελοῦν οἱ χριστιανικές βασιλικές πού χτίστηκαν ἀπό τή μία ἄκρη τοῦ νησιοῦ ὡς τήν ἄλλη κατά τή διάρκεια τοῦ αἰώνα αὐτοῦ καί τοῦ ἑπόμενου. Ἡ Μητρόπολή μας καί στίς δύο Ἐπισκοπές πού τή συνθέτουν (Πέτρας καί Χερρονήσου) εἶναι εὐνοημένη ἀπό τόν Θεό νά φιλοξενεῖ ἀρκετές παλαιοχριστιανικές βασιλικές, τίς ὁποῖες προτιθέμεθα νά παρουσιάσομε στό ἐφετεινό μας ἡμερολόγιο.
Τά μνημεῖα αὐτά φαίνεται νά εἶναι κτισμένα μέ βαθιά πίστη, πού ἀποτυπώνεται στήν καλλιέπεια καί φιλοκαλία πού τά χαρακτηρίζουν ὡς τήν τελευταία λεπτομέρειά τους. Ὅποιος ἀξιώνεται νά ἐπισκέπτεται τέτοιους χώρους, περπατώντας ἀνάμεσα σὲ σπασμένα μάρμαρα, θρυμματισμένες κολῶνες, πληγωμένα θωράκια, γκρεμισμένα ἐπιστύλια, αἰσθάνεται ἔντονη τήν παρουσία μορφῶν πού τόν κυκλώνουν καί βλέποντας σπαράγματα ἀπό ψηφιδωτά ἀναπολεῖ ἔντονες ἀναμνήσεις ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή καί τήν ἑλληνιστική παράδοση, ἐμπλουτισμένη μέ χριστιανικά σύμβολα καί παραστάσεις.
Στά δάπεδα κυριαρχοῦν κατά τό πλεῖστον ὁ γεωμετρικός διάκοσμος, κύκλοι, τρίγωνα, ρόμβοι, φολίδες, ρόδακες, ἀλλά καί παραστάσεις μέ ζῶα καί πτηνά ἀνάμεσά σὲ βλαστούς, ἄνθη, κρίνα, κληματίδες μέ ἤ χωρίς σταφύλια, κυματοειδεῖς βλαστοί, μικρά καί μεγάλα ψάρια, ἀπό δελφίνια καί ἄλλα μικρότερα. Ὅλα αὐτά συνθέτουν ἕνα ἐνδιαφέρον σύνολο πού ἀποπνέει τό ἄρωμα τῆς εὐλαβείας δωρητῶν καί καλλιτεχνῶν τῆς ἐποχῆς καί χαρακτηρίζει τεχνοτροπικά τή συγκεκριμένη περίοδο τῆς κατασκευῆς τους. Πιστεύομε καί εὐχόμαστε νά ἀντλήσομε ὅλοι μας ἀπό αὐτή τή μελέτη τῆς θεοφιλοῦς κληρονομιᾶς τῶν προγόνων μας τά ἀνάλογα συμπεράσματα∙ τῆς πίστεως καί τῆς ἀλήθειας πού μεταφέρει διαχρονικά ἡ Ἐκκλησία μᾶς αἰῶνες τώρα, ἀποκαλύπτοντας τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στόν χρόνο. Εἴθε ὁ πανάγαθος Θεός νά εὐλογήσει καί τοῦτο τό ἔτος γιά ὅλους μας, καί τούς ἐγγύς καί τούς μακράν καί νά μᾶς δώσει «φωτισμόν νοός καί καθαράν καρδίαν», προκόπτοντας σέ ἔργα ἀγαθά καί εὐάρεστα στόν Θεό.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν
Ὁ Πέτρας καί Χερρονήσου Γεράσιμος
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΠΟΛΕΩΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ
Γενικά.
Συνήθως «Βυζαντινή περίοδο τῆς Κρήτης» ὀνομάζομε τή χρονική περίοδο ἀπό τό συμβατικό ἔτος τοῦ τέλους τῶν ἀρχαίων χρόνων 330, ἕως τήν κατάκτηση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Βενετούς 1204/11. Τό διάστημα αὐτό δέν παρουσιάζει ὁμοιογένεια, καθότι παρεμβάλλεται τό διάστημα τῶν 134 ἐτῶν τῆς Ἀραβικῆς κατοχῆς (827/28-961). Ἡ πρώτη περίοδος πρίν ἀπό τήν Ἀραβική κυριαρχία ὀνομάζεται «πρώτη Βυζαντινή» ἤ «παλαιοχριστιανική περίοδος» καί ἡ ἑπόμενη «δεύτερη Βυζαντινή» ἤ «μεσοβυζαντινή περίοδος».
Στήν παρουσίαση τοῦ θέματός μας θά μᾶς ἀπασχολήσει ἡ «παλαιοχριστιανική περίοδος». Στήν περίοδο αὐτή οἱ διαθέσιμες πληροφορίες εἶναι πενιχρές, λόγω τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου, τῶν φυσικῶν καταστροφῶν καί τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντα, σέ ἐκκλησιαστικά μνημεῖα ὅπως εἶναι οἱ παλαιοχριστιανικές Βασιλικές της Μητροπόλεώς μας, Πέτρας καί Χερρονήσου, πού θά παρουσιάσομε.
Στήν περιοχή αὐτή, ὅπως καί στήν ὑπόλοιπη Κρήτη, δέν ὑπάρχουν γνωστά πρωτοχριστιανικά μνημεῖα τῆς περιόδου 33-330.
Ἡ πρώτη Βυζαντινή περίοδος (33-827/28) δέν ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπό βαρβαρικές ἐπιδρομές, ὅσον ἡ δεύτερη τόν 5ο καί τόν 6ο αἰώνα, ἀπό τίς μεγάλες καταστροφές πού προκλήθηκαν ἀπό τούς σεισμούς μέ ξεχωριστή ἔνταση ἐπί τῆς βασιλείας Θεοδοσίου Β΄ τό 467-468, ἐπί βασιλείας Λέοντος Α΄, ἀλλά καί ἀργότερα τό 531 καί τό 796.
Οἱ καταστροφές αὐτές τῶν γεωλογικῶν ἀναταράξεων πρέπει νά ἄσκησαν σημαντική καταστροφική ἐπιρροή ἐκτός ἀπό στίς οἰκιστικὲς κατασκευές τῶν πόλεων καί στά χριστιανικά αὐτά μνημεῖα, τῶν παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν.
Στήν περιοχή τῆς Ἐλούντας τά χρόνια αὐτά ἐντοπίζεται ὁ ἀκμαιότερος καί σημαντικότερος οἰκισμός σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τοῦ σημερινοῦ Μεραμπέλλου. Ἡ πόλη Ἄλυγγος, πού ἀναφέρεται στόν Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους (πιθανῶς νά εἶναι παραφθορά τοῦ ὀνόματος τῆς Ἐλούντας), μᾶς δίνει τή βεβαιότητα ἤ τουλάχιστο τήν ὑποψία ὅτι ἡ Ἐλούντα ἐχρημάτισε καί ἕδρα Ἐπισκοπῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλύγγου μνημονεύεται σέ δύο Τακτικά, ἀρχές 8ου καί 9ου αἰώνα καί εἶχε τή δέκατη Τρίτη θέση.
Ἡ καταβύθιση τοῦ ἐδάφους, πού παρουσιάζεται στήν ἀνατολική Κρήτη, ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά ἀνιχνεύομε σήμερα στά ὑποθαλάσσια γκρεμισμένα κτίσματα καί ὑπολείμματα γκρεμισμένων ναῶν.
Μετά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, μέσα του τετάρτου αἰώνα καί τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ πλῆθος ναῶν κτίστηκαν ἀνά τήν ἐπικράτεια. Στήν Κρήτη ἰδίως μετά τόν 5ο αἰώνα ἔχομε πλῆθος βασιλικῶν, πού κτίσθηκαν κυρίως αὐτόν καί τόν 6ο αἰώνα, τῶν ὁποίων ὁ πλοῦτος καί ἡ λαμπρά διακόσμηση φανερώνουν τήν εὐμάρεια καί τήν πίστη τῶν κατοίκων. Γνωστότερές των παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν εἶναι οἱ τρεῖς βασιλικές της Ἐλούντας, οἱ δύο τῆς Χερρονήσου καί ἡ μή ἀνασκαφεῖσα εἰσέτι τοῦ Πισκοπιανοῦ. Ἀπό τήν ἐποχή αὐτή μέχρι τά μέσα τοῦ 7ου αἰώνα κτίσθηκαν πολλά μνημεῖα ἀπό τά ὁποῖα τά περισσότερα εἶναι βασιλικές καί συνήθως ἀνήκουν στόν τύπο τῆς τρίκλιτης ξυλοστέγης βασιλικῆς μέ νάρθηκα. Σέ ὁρισμένες βασιλικές ὑπῆρχε δυτικά του νάρθηκα αἴθριο καί γύρω ἀπό ἄλλες διάφορα προσκτίσματα, ὅπως διακονικό, πρόθεση, σκευοφυλάκιο, βαφτιστήριο κ.λπ.
Οἱ ναοί αὐτοί πού κτίσθηκαν στίς ἐπισκοπικές ἕδρες εἶναι μεγαλόπρεποι, κτισμένοι σέ πόλεις καί σέ ἀσφαλεῖς παραλίες τῆς Κρήτης. «Ἡ ἀρχιτεκτονική τους ἀκολουθεῖ τίς μορφές καί τίς διακοσμητικές ἀρχές τῆς ὕστερης ἀρχαιότητος, ὅπως αὐτή εἶχε ἐπικρατήσει σὲ ὅλες τίς παράλιες χῶρες τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου τήν ἴδια περίοδο. Πρότυπά της ἀρχιτεκτονικῆς τους ἦταν οἱ βασίλειες στοές τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου, προορισμένες γιά αὐτοκρατορικές ἀκροάσεις ἤ καί θρησκευτικές συναθροίσεις, πού, ἀπό τότε πού ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναγνώρισε τὸν Χριστιανιμό ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους, κτίστηκαν σέ ὅλο τὸ νησί. Σέ ὁλόκληρη τήν Κρήτη ἔχουν ἐντοπισθεῖ μέχρι σήμερα περισσότερες ἀπό ἑβδομήντα βασιλικές».
Οἱ συνέπειες τῆς εἰκονομαχίας φαίνεται νά μήν εἶχαν μεγάλες ἐπιπτώσεις στό Λασίθι σώζεται ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν ὁμώνυμη πόλη στήν ὁποία ἔδωσε τό ὄνομά του, ἄρτιο δεῖγμα τῆς πρωτοβυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς στήν Κρήτη.
1.ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΛΟΥΝΤΑΣ ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΟΥ.
α΄) Ἡ Παλαιοχριστιανική Βασιλική στόν πόρο Ἐλούντας.
Βρίσκεται στό ἀνατολικό μέρος τῆς Ἐλούντας στή θέση «Πόρος» 150 μέτρα ἀπό τόν Ἰσθμό. Σύμφωνα μέ τούς ἀρχαιολόγους Α. Ὀρλάνδο, Ε. Μπορμπουδάκη καί Henri Van Effenterre, ὁ Ναός ἀνήκει στόν 5ο μ.Χ. αἰώνα καί περιγράφεται ὡς τρίκλιτη Βασιλική μέ ἡμικυκλική ἁψίδα καί νάρθηκα ἀπό τήν πρωτοχριστιανική ἐποχή.
Ἀνήκει στόν τύπο τῆς βασιλικῆς μέ ὀρθογώνια κάτοψη καί ξύλινη στέγη. Χωρίζεται μέ κιονοστοιχίες σέ τρία κλίτη καί ἐσωτερικά μέ ἐγκάρσιο τοῖχο σέ κυρίως ναό καί νάρθηκα. Τό μεσαῖο κλίτος ἦταν ψηλότερο ἀπό τά δύο ἑκατέρωθεν ἄλλα δύο. Τό ψηφιδωτό δάπεδο ἀνήκει στό μεσαῖο κλίτος ἐνῶ τά ἀκραῖα κλίτη ἦταν στρωμένα μέ πέτρινες πλάκες ἀκανόνιστου σχήματος. Ἀπό αὐτά σώζεται μόνο τὸ θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο μέ διάφορες ἐπιγραφές καί ἀπαράμιλλου κάλλους συμβολικές παρατάσεις.
Ἡ πρώτη ἀνασκαφή τοῦ ναοῦ ἔγινε ἀπό Γάλλους ἀρχαιολόγους (1897-98), πού ἀνακάλυψαν μέρος τοῦ Ναοῦ καί τοῦ ψηφιδωτοῦ, πού ἀνῆκε στό μεσαῖο κλίτος. Τό 1916 ἐπισκέφτηκε τήν περιοχή ὁ φιλόλογος καί ἀρχαιολόγος Στ. Ξανθουδίδης, ὁ ὁποῖος ἀντέγραψε, μελέτησε καί δημοσίευσε τίς ἐπιγραφές.
Στή συνέχεια, τό 1937 ἡ Γαλλική Ἀρχαιολογική Σχολή Ἀθηνῶν ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ καθηγητῆ Henri Van Effenterre, μέ νέες ἀνασκαφές ἀποκάλυψε ὁλόκληρό τὸ ψηφιδωτό. Ἀνακαλύφθηκε, ἐπίσης, ἐντοιχισμένη σέ δυό συναρμοζόμενα τεμάχια ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στή συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ὀλουντίων καί Ροδίων τοῦ 201-200 π.Χ.
Τέλος τό 1960 ὁ Ἕλληνας ἀρχαιολόγος καθηγητής Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος συνεχίζοντας τίς ἀνασκαφές τῆς Ἐκκλησίας, πού στό μεταξύ εἶχε καταχωθεῖ στό ἔδαφος, βγάζει στήν ἐπιφάνεια τό δεύτερο τμῆμα τῆς ἐπιγραφῆς, πού ἀναφερόταν στή συμμαχία Ὀλουντίων καί Ροδίων.
Τό ὁλικό μῆκος τοῦ Ναοῦ ἦταν 34.90 μ. καί τό πλάτος τοῦ ἦταν 17.10 μ.
Οἱ ἐπιγραφές τοῦ δαπέδου ἔχουν ὡς ἑξῆς:
- ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕN CΙΜΙCΙΟΝ ΕΝ.
ΧΡΙΣΤΕ ΒΟΗΘΙ ΤΩ ΔΟΥΛΩ CΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙ…
- ΑΝΤΑΞΙΟC ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟC ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ
ΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕΝ CΙΜΙCΙΟΝ ΕΝ.
- ΗΛΙΟΔΩΡΟC ΥΠΕΡ CΩΤΗΡΙΑC ΕΑΥΤΟΥ ΕΔΩΚΕΝ CΙΜΙCΙΝ.
Ὁ Ναός αὐτός κατά τούς ντόπιους ἀναφέρεται στήν Ἁγία Ἀναστασία, προφανῶς ὅμως εἶναι ἀφιερωμένος στήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Τά τρία ὀνόματα πού ἀναγράφονται, Θεόδουλος, Ἀντάξιος (ἤ Ἀντώνιος;) καί Ἡλιόδωρος εἶναι τά ὀνόματα τῶν δωρητῶν, πού πλήρωσαν γιά τήν κατασκευή τῶν δαπέδων ἀπό ἕνα σημίσσιον (δηλαδή μισό χρυσό νόμισμα τῆς ἐποχῆς), στόν Ἐπιφάνιο, πού ἦταν ὁ κατασκευαστής.
Τά ψηφιδωτά ἀποτελοῦν σημαντική ἐκφραστική μορφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἡ ὁποία μέσα ἀπό σύμβολα γεωμετρικά καί παραστάσεις παρμένες ἀπό τό ζωικό καί φυτικό βασίλειο καί ὕμνο πρός τόν Θεό τόν ποιητή τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὁ Μπορμπουδάκης ἀνάγει τή βασιλική στό δεύτερο μισό του 5ου αἰώνα καί ἀναφέρει γιά τό μωσαϊκό δάπεδό του, μέ τίς φιγοῦρες καί τά γεωμετρικά μοτίβα, ἀνήκει στά καλύτερα πρωτοχριστιανικά δείγματα τῆς Κρήτης.
β΄) Ἡ Παλαιοχριστιανική βασιλική τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στήν Ἐλούντα.
Ἡ παλαιοχριστιανική αὐτή βασιλική βρίσκεται στή θέση «Μελισσός» ἤ «Τσιμπάκι». Γιά τήν ὕπαρξή της δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες ξένων περιηγητῶν, πού νά τήν περιγράφουν ἤ νά τή μνημονεύουν γεγονός πού ὑποδηλώνει ὅτι μᾶλλον καταστράφηκε κατά τήν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ἄραβες τό 824/5.
Ἦταν κτισμένη, κατά τή χριστιανική ναοδομία τῆς ἐποχῆς, στόν τύπο τῆς βασιλικῆς μέ κάτοψη σχεδόν σχήματος τετραγώνου 12,00Χ11,60 μ., μέ ἐμβαδόν 140 τ.μ. καί ἡ ἀναλογία τῶν διαστάσεων τῆς βασικῆς κάτοψης, ἤτοι τοῦ ἐλεύθερου πλάτους πρός τό ἐλεύθερο μῆκος τοῦ κυρίως ναοῦ (χωρίς τόν Νάρθηκα) εἴνι 10,50/6,70=1,57. Ὁ ναός περισσότερο μοιάζει ἀρχιτεκτονικά μέ τή βασιλική Βυζαρίου Ἀμαρίου Ρεθύμνης, πού ἀνέσκαψε τό 1956 ὁ καθηγητής Κων. Καλοκύρης, ἡ ὁποία χρονολογεῖται τὸν 7ο αἰώνα καί καταστράφηκε καί αὐτή κατά τήν ἐπιδρομήτων Ἀράβων.
Ἡ βασιλική στόν «Μελισσό», εἶναι θεμελιωμένη πάνω σὲ βραχῶδες ἀσβεστολιθικό ὑπόβαθρο σέ ὑψόμετρο 10 μ. ἀπό τή θάλασσα. Δεσπόζει σέ μικρό πλάτωμα, μέ μικρές βραχώδεις ἐξάρσεις στήν κορυφή μικροῦ λόφου. Ἀκολουθεῖ καί αὐτή τό γενικό κανόνα, πού θέλει τίς παλαιοχριστιανικές βασιλικές νά ἔχουν προσανατολισμό πρός ἀνατολὰς μέ τήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ.
Ἡ μοναδική γραπτή πηγή, πού ἰσχυροποιεῖ τή μαρτυρία γιά τήν ὀνομασία τοῦ ναοῦ ὡς ἀφιερωμένου στόν Παντοκράτορα καί Σωτήρα Χριστό (Μεταμόρφωση Σωτῆρος;), εἶναι ἡ γκραβούρα τοῦ βενετοῦ μηχανικοῦ Francesco Basilicata (1618), πού ὀνομάζει τόν σημερινό γνωστό ὁρμίσκο τοῦ «Μελισσοῦ» ὡς «CHRISTO».
Ἡ βασιλική ὅπως σώζεται σήμερα, μέ ὁρατό μόνο τὸ περίγραμμα τῆς κάτοψής της, ὑποδηλώνει κτίσμα ἑνιαίας οἰκοδομικῆς φάσης, μέ πιθανή χρονολόγησή της ἀπό τά μέσα τοῦ 6ου ἕως τά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα, ὁπότε καί πιθανόν νά λεηλατήθηκε ἀπό τούς Ἄραβες κατακτητές, ὡς εὑρισκόμενη ἀκριβῶς πάνω στή θάλασσα.
Πάντως ἡ θέση της δικαιώνει τήν ἐπισήμανση τοῦ Ἄν. Ὀρλάνδου γιά τίς βασιλικές, πού ἀνακαλύφτηκαν τόν περασμένο αἰώνα στήν Κρήτη: «Αἱ πλεῖσται ἐξ αὐτῶν εἶναι παράλιοι, πράγμα τό ὁποῖον ἀποδεικνύει τήν ἀσφάλεια τῶν παραλίων τῆς νήσου κατά τόν 5ον καί 6ον μ. Χ. αἰώνα», τόν καιρό δηλαδή πού βρίσκονταν στήν ἀκμή τους.
Ἐξάλλου ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ν. Β. Τωμαδάκης ὄντες οἱ Ἄραβες «πειραταί καί λησταί….ὡς ἐκ τούτου οὐδέν ἀπολύτως μνημεῖον ἀφῆκαν ἐν Κρήτῃ, οὔτε ἐνεπίγραφον οὔτε χειροποίητον».
Ἐκτός ἀπό τό περιμετρικό περίγραμμα τοῦ ναοῦ εἶναι ὁρατό καί τό θεμέλιο ἐγκάρσιου τοίχου στό δυτικό τμῆμα του, ὁ ὁποῖος χώριζε τή βασιλική στόν κυρίως ναό καί τόν νάρθηκα.
Τό δάπεδο στόν κυρίως ναό πιθανόν ἦταν ἀπό ἀκανόνιστες λίθινες πλάκες καί στόν νάρθηκα ἀπό πατημένο ἀργιλικό χῶμα. Αὐτό φαίνεται μέ τήν ὕπαρξη ἐλάχιστων πλακῶν, πού ἴσως νά ἀποτελοῦσαν τό τελικό δάπεδο τοῦ ναοῦ. Οἱ διάσπαρτες μικρές ψηφίδες ἐντός τοῦ περιγράμματός του δέν ἀποκλείει τό ἐνδεχόμενο νά ὀφείλονται στήν ὕπαρξη σημειακῶν ψηφιδωτῶν διακόσμων στό δάπεδο.
Σήμερα, πέριξ του ναοῦ εἶναι διάσπαρτα τεμάχια κεραμικῶν καί μαρμάρινων ὑλικῶν, τά ὁποῖα κυρίως ἦταν κέραμοι τῆς στέγης, λύχνοι, ἀγγεῖα, ἀρχιτεκτονικά μέλη κ.λπ.
γ΄) Ἡ παλαιοχριστιανική βασιλικῆς της Κολοκύθας.
Τό 1971 ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία μετά ἀπό ἀνασκαφές στόν χερσαῖο χῶρο τῆς Σπιναλόγκας, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τή βραχονησίδα τῆς Κολοκύθας, ἔφερε στό φῶς καί δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική μικρότερη, ἀλλά ἐξίσου μεγαλοπρεπῆ ὅπως ἐκείνη, σέ λαμπρότητα καί πλοῦτο τοῦ διακόσμου, ἡ ὁποία παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.
Ὁ ναός εἶναι μία ἀπό τίς πάνω ἀπό ἑκατό παλαιοχριστιανικές βασιλικές, πού ἐπισημάνθηκαν κατά τόν παρελθόντα αἰώνα σ’ ὁλόκληρη τή μεγαλόνησο, Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν αὐτῶν κατέγραψε καί δημοσίευσε ὁ ἀρχαιολόγος Ἐμμ. Μπορμπουδάκης, ὁ ὁποῖος καί προΐστατο τῶν ἀνασκαφῶν. Ὁ ναός δέν ἔχει ἀκόμη διεξοδικά μελετηθεῖ. Αὐτό ὀφείλεται πρωτίστως στό γεγονός ὅτι εἶναι γεωγραφικά ἀπομονωμένος λόγω τῆς θέσης του καί γι’ αὐτό σὲ πολλούς παραμένει ἄγνωστος. Καί ἐνῶ τήν παραλία τῆς Κολοκύθας τήν ξέρουν σχεδόν ὅλοι οἱ κάτοικοι καί ξένοι τουρίστες, τή βασιλική τῆς Κολοκύθας ἐλάχιστοι τή γνωρίζουν.
Αἰτία τῆς ἀνασκαφῆς, πού ἀποκάλυψε τόν ναό ἦταν ἕνα μέρος τοῦ μωσαϊκοῦ στήν ἀνατολική πλευρά κοντά στήν ἡμικυκλική ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ. Ὁ ναός πού ἀποκαλύφτηκε ἦταν ὀρθογώνιος διαστάσεων χωρίς τήν ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ 21Χ15 μέτρα καί τρίκλιτος, μέ τό μέσο κλίτος, ὡς συνήθως, πλατύτερο ἀπό τά πλάγια. Εὐθύς, μπροστά ἀπό τήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, σχηματιζόταν ἐπίμηκες ἐγκάρσιο κλίτος, τό ὁποῖο ἐπεκτεινόταν καί πέρα ἀπό τούς πλάγιους τοίχους κατά 9,75 μ. καί σχημάτιζε ἐλαφρῶς ἐξέχοντα πτερύγια. Ἔτσι ἡ κάτοψη τοῦ ναοῦ ἐλάμβανε σχῆμα Ταῦ, δηλ. τοῦ ἀρχαϊκοῦ σταυροῦ.
Τό νότιο ἀπό τά πτερύγια αὐτά καταστράφηκε ἐκ θεμελίων ἀπό τή θάλασσα, χωρίς ὅμως νά διαλυθεῖ ὅλο, ἀλλά συμπαγῆ τμήματά του κατέπεσαν στά βράχια τῆς ἀκτῆς, ὅπου διακρίνονται εὐκρινῶς μέχρι σήμερα. Τά κλίτη χωρίζονταν μεταξύ τους ἀπό δύο σειρές κτιστῶν πεσσῶν σέ κάθε πλευρά τοῦ μέσου κλίτους, πού βρίσκονταν μεταξύ δύο πρός ἀριστερά καί δεξιά κτιστῶν παραστάδων. Οἱ παραστάδες τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου βρίσκονταν δεξιά καί ἀριστερά τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἰσχυρῶν πεσσῶν δημιουργεῖ τήν ὑπόνοια ὅτι ἐδῶ πρόκειται ὄχι γιά ξυλόστεγη, ἀλλά γιά θολοσκεπῆ βασιλική κατά τά ἀνατολικά πρότυπα.
Σύρριζα πρός τή χορδή τῆς ἁψίδας σώζεται τμῆμα μωσαϊκοῦ τὸ ὁποῖο κοσμοῦσε τό δάπεδο τοῦ ἱεροῦ. Τό μωσαϊκό ἦταν φιλοτεχνημένο μέ ἑνιαῖο γεωμετρικό κόσμημα ἀπό διατεμνόμενους κύκλους σχηματίζοντας τετράφυλλα, καί ὁριζόταν ἀπό πλαίσιο ἁλυσιδωτοῦ πλοχμοῦ. Ἐκτός ἀπό τό τμῆμα αὐτό τοῦ ψηφιδωτοῦ δέ βρέθηκε τίποτε ἄλλο ἀπό τό Ἱερό Βῆμα, ἀλλά οὔτε καί κατορθώθηκε νά ἐξακριβωθεῖ ἡ θέση τῆς Ἁγίας Τράπεζας.
Ἀναμφίβολα, ἀπό τά σπουδαιότερα εὑρήματα ἀποτέλεσε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἄμβωνα ἀπό συμπαγές λευκό μάρμαρο, πού βρέθηκε τεμαχισμένος σέ τρία μεγάλα τεμάχια κατά τήν ἀνασκαφή τοῦ μεσαίου κλίτους. Ἡ κατάστασή του αὐτή δημιουργεῖ σοβαρά ἐπιχειρήματα στό ἐνδεχόμενο χρήσεως βίας γιά τήν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ. Στή θέση αὐτή βρίσκεται ἀκόμη καί σήμερα. Πρόκειται γιά τό δάπεδο τοῦ ἐξώστη τοῦ ἄμβωνα μέ εὐθύγραμμη κλίμακα, τοῦ ὁποίου τά ὁρατά ἐξωτερικῶς τμήματα τῆς κυκλοτεροῦς περιφέρειας εἶναι διαμορφωμένα μέ τίς γλυφές ἰωνικῆς βάσεως (σπείρας), ἐπί τῆς ὁποίας εἶναι χαραγμένη μέ μεγαλογράμματη γραφή ἡ παρακάτω ἀφιερωτική ἐπιγραφή: ΥΠΕΡ ΕΥΧΗC ΘΩΜΑ ΔΙΑΚΟ(ΝΟΥ) CΥΝ ΤΩ ΟΙΚΩ ΑΥΤΟΥ ΑΝΕΝΕΩCΕΝ +
Ἡ κάτω ἐπιφάνεια τοῦ δαπέδου τοῦ ἄμβωνα εἶναι κοίλη καί διακοσμεῖται ἀπό ἀνάγλυφο σταυρό μέ πλατιές κεραῖες. Τό θωράκιο τοῦ ἄμβωνα ἦταν κανονικά διαμορφωμένο μέ μικρότερους πεσσούς καί καμπύλες πλάκες, τῶν ὁποίων τά ἴχνη τῆς βάσεως καί οἱ ἐγκοπές διατηροῦνται καί διακρίνονται καθαρά στήν περιφέρεια τῆς πάνω ἐπιφάνειας τοῦ ἐξώστη.
Ἐνσωματωμένη στό ὅλο κτίσμα καί πρός τά νοτιοδυτικά τοῦ νάρθηκα σώζεται θολωτή ἐρειπωμένη δεξαμενή μέ τά τοιχώματά της καί μέρος τῆς σκεπῆς της, ἡ ὁποία στό ἀρχικό ὀρθογώνιο σχῆμα της φαίνεται ὅτι ἦταν σκεπασμένη.
- ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
Ἡ Χερσόνησος, μικρή πόλη κατά τὴν τή ρωμαϊκή ἐποχή ἐπίνειο τῆς Λύττου, στούς παλαιοχριστιανικούς χρόνους ἐξελίχθηκε σέ μιά ἀπό τίς σημαντικότερες πόλεις τῆς Κρήτης. Κατά τήν περίοδο ἀπό τά τέλη τοῦ 4ου ὡς τά τέλη τοῦ 5ου αἰώνα ἡ πόλη γνώρισε τό ἀπόγειό της ἀκμῆς της. Κοντά στό λιμάνι διατηρεῖται ἀκόμη καί σήμερα μιά κατασκευή πού ἀποκαλεῖται ἀπό τούς ντόπιους «Σαρακινό». Πρόκειται γιά ἀναβρυτήριο σέ σχῆμα πυραμίδος, πού οἱ τέσσερις πλευρές του κοσμοῦνται μέ ψηφιδωτά. Σήμερα σώζεται σχετικά καλά μόνο ἡ μία μέ παράσταση ἀπό τό θαλάσσιο βασίλειο.
Οἱ σεισμοί τοῦ 365 μ. Χ. καί κατόπιν τοῦ 448 μ. Χ. ὑπῆρξαν καταστροφικοί, ὅπως καί γιά ὅλα τὰ παράλια της Κρήτης. Τόν 4ο καί 5ο αἰ. ἡ Χερσόνησος ἦταν ἕδρα Ἐπισκοπῆς. Ἄν καί ὁ Ἐπίσκοπος Χερσονήσου ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στά Πρακτικά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431), δέν ἀποκλείεται ἡ ὕπαρξη Ἐπισκοπῆς στόν 4ο αἰ.
Στά τέλη τοῦ 5ου αἰ. ἤ στά τέλη τοῦ 6ου αἱ. χρονολογήθηκαν ἀπό τόν Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο οἱ μεγάλες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, πού μαρτυροῦν καί τή σημασία τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας.
Τόν 7ο αἰώνα ἄρχισαν οἱ διά θαλάσσης ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων πειρατῶν. Πιθανότατα καί τήν ἐποχή αὐτή νὰ καταστράφηκαν οἱ παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Ἡ πόλη τῆς Χερσονήσου ἐγκαταλείφθηκε, ἀλλά ἡ ἐπισκοπική ἕδρα διατηρήθηκε καί μεταφέρθηκε στό Πισκοπιανό, τό ὁποῖο προφανῶς χρεωστά τό ὄνομά του σ’ αὐτή τή μεταφορά.
α΄) Ἡ Βασιλική Α΄.
Τό 1955 ὁ καθηγητής Ἀναστ. Ὀρλάνδος διενήργησε ἀνασκαφική ἔρευνα γύρω ἀπό τό ναϊδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου, κοντά στό ἀκρωτήρι Δράπανο. Ἀπό τήν ἔρευνα προέκυψε ὅτι ὁ μικρός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού χρονολογεῖται στόν 17ο ἤ 18ο αἰ. εἶναι ΄΄ὁ ἀπόγονος΄΄ μιᾶς μεγάλης παλαιοχριστιανκῆς βασιλικῆς τοῦ 6ου αἱ., ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς βασιλική Α΄. Βρίσκεται 2 χλμ ἀνατολικά τοῦ Λιμένος Χερσονήσου καὶ ἔχει χτιστεῖ πιθανόν σέ περιοχή ὅπου προϋπῆρχε ρωμαϊκός ναός. Εἶναι τρίκλιτη μέ ἐξέχουσα πεντάπλευρη ἁψίδα, νάρθηκα καί ὀρθογώνιο αἴθριο. Πρίν ἀπό τήν ἔρευνα ἡ μεγάλη πεντάπλευρη ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ βήματος ἦταν ὁρατή, πίσω ἀπό τόν ναΐσκο στήν ἄκρη τῆς θάλασσας.
Τό αἴθριο ἐπικοινωνοῦσε μέ δύο θύρες τοποθετημένες στόν ἄξονα τῶν πλαγίων κλιτῶν. Κίονες ἀπό γκρίζο μάρμαρο πού πατοῦσαν σέ στυλοβάτη καί ἔφεραν ἰωνικά κιονόκρανα διαιροῦσαν τά κλίτη. Ἀποκαλύφθηκαν, ἐπίσης, κατά τήν ἀνασκαφή μαρμάρινα μέλη ποὺ πιθανόν σχετίζονταν μέ τήν Ἁγία Τράπεζα. Τά δάπεδα τοῦ νάρθηκα καί τοῦ κεντρικοῦ κλίτους τῆς βασιλικῆς κοσμοῦνταν μέ ψηφιδωτά, πού σώζονται ἐν μέρει. Τό δάπεδο τοῦ κεντρικοῦ κλίτους κοσμεῖται μέ ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο διάχωρο μὲ διπλό ἐξωτερικό πλαίσιο. Τό κεντρικό ὀρθογώνιο καταλαμβάνεται ἀπό παράσταση συνεχοῦς ἁλυσιδωτοῦ πλοχμοῦ.
Ἡ βασιλική ἔχει διαστάσεις 50,20Χ18,20 μ. (χωρίς τήν ἁψίδα) καί ἀποτελοῦνταν ἀπό τρία ἄνισα κλίτη, τά ὁποῖα χωριζόταν μέ στυλοβάτες καί ἀνατολικά ἀπέληγαν σέ παστοφόρια. Στό νότιο κλίτος προεκτεινόταν (στά ἀνατολικά) πρόσκτισμα μέ ἁψίδα. Εἶναι δύσκολο νά ἐντοπίσομε τή χρήση του, καθότι στίς μέρες μας καλύπτεται ἀπό τή θάλασσα, λόγῳ τῆς καθίζησης πού ὑφίσταται τό ἀνατολικό καί κεντρικό μέρος τῆς Κρήτης.
Στό βόρειο ἄκρο τοῦ νάρθηκα ὑπάρχει ἕνας φροντισμένος τάφος, πού πρέπει νά κατασκευάστηκε σέ ἐποχή πού ὁ ναός παρέμενε σέ χρήση καί ἄλλοι δύο ἀφρόντιστοι, πού πρέπει νά κατασκευάσθηκαν μετά τήν καταστροφή τῆς βασιλικῆς.
β΄) Ἡ βασιλική Β΄.
Ἡ παλαιοχριστιανική βασιλική στόν βράχο τοῦ Καστρίου εἶναι γνωστή ὡς βασιλική Β΄. Ἐντοπίστηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Στέφανο Ξανθουδίδη τό 1918 καί ἀρκετά χρόνια ἀργότερα, τό 1956 καί ’59, ἀνασκάφθηκε ἀπό τόν Ἀναστάσιο Ὀρλάνδρο. Ἡ ἐπανάληψη τῆς ἀνασκαφικῆς ἔρευνας τό 1993 ἀποσαφήνισε τή διαμόρφωση τοῦ βορείου πρανοῦς τοῦ βράχου. Ἡ βασιλική φαίνεται ὅτι κτίστηκε στά ἴχνη προηγούμενης πού κατέρρευσε ἀπό σεισμό.
Ἦταν τρίκλιτη μέ ἐξέχουσα ἁψίδα σέ ἀντίθεση μέ τή νεότερη πού εἶχε ἐγγεγραμμένη ἁψίδα, παστοφόρια ἑκατέρωθεν τοῦ ναοῦ καί πλάγιο βοηθητικό κλίτος στή βόρεια πλευρά. Καί οἱ δύο βασιλικές ἦταν θεμελιωμένες πάνω στά ἐρείπια ἑλληνιστικοῦ κτιρίου, ἴσως ἱεροῦ, ἄν κρίνουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν εἰδωλίων καί τῶν ἀντικειμένων πού βρέθηκαν κατά τίς ἔρευνες.
Τό ψηφιδωτό τοῦ κεντρικοῦ κλίτους θυμίζει, ὡς πρός τή διάταξη, ἐκεῖνο τῆς βασιλικῆς Α΄. Μπροστά στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βρέθηκε ἡ μαρμάρινη βάση μιᾶς πεντάποδης Ἁγίας Τράπεζας, πού στήν πραγματικότητα ἦταν ἀνάστροφα τοποθετημένο κάλυμμα ρωμαϊκῆς σαρκοφάγου μέ ἀνάγλυφες παραστάσεις.
Ἐντοπίστηκε, ἐπίσης, ἡ βάση τοῦ ἄμβωνα πού εἶχε ἡμικυκλικό ἐξώστη μέ δύο κλίμακες ἀνόδου καί ἦταν μεταγενέστερος ἀπό τήν κατασκευή τῶν ψηφιδωτῶν τοῦ δαπέδου. Περισυνελέγησαν ἀκόμη θραύσματα ἀπό τό φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου. Ἔξω ἀπό τόν νάρθηκα βρέθηκε ἡ βάση φιάλης τοῦ αἰθρίου, τῆς ὁποίας ἡ λεκάνη ἐντοπίστηκε στό κεντρικό κλίτος.
Τό νότιο παστοφόριο χρησιμοποιήθηκε ὡς τόπος ταφῆς ἐπιφανῶν κληρικῶν ἤ ἀκόμη καί μαρτύρων, κατά τόν Ἀνασ. Ὀρλάνδρο. Στό ἐσωτερικό του βρέθηκαν πολυτελεῖς τάφοι λαξευμένοι στόν φυσικό βράχο. Ὁ ΒΔ τάφος σκεπαζόταν ἀπό πλάκα μέ μαρμαροθέτημα καί ὀμφάλιο μέ στεφάνι πού πλαισίωνε τό Χρίσμα καί κάτω ὑπῆρχε ἐγχάρακτη ἐπιγραφή: «Πηγάσιος ὑπέρ ὑγείας αὐτοῦ».
Σέ μεταγενέστερους χρόνους καί μᾶλλον πρίν τό τέλος τοῦ 6ου αἰώνα μ.Χ. , ποὺ ἡ οἰκονομική ζωή στή Χερσόνησο φαίνεται πολύ ὑποβαθμισμένη, οἱ ἐπισκευές πού ἀπαιτήθηκαν γιά τή συντήρηση τοῦ ναοῦ πραγματοποιήθηκαν μέ εὐτελῆ ὑλικά. Παρατηροῦμε τήν ἀντικατάσταση τῶν φθαρμένων μωσαϊκῶν δαπέδων ἀπό πήλινες πλάκες καί τήν κατασκευή τμημάτων μωσαϊκοῦ ἀπό χονδροειδεῖς ψηφίδες σέ δύο χρώματα, μέ ἁπλό σχέδιο πού σχηματίζει ἄτεχνα τετράγωνα στό αἴθριο καί τό νότιο κλίτος.
Οἱ οἰκοδομικές φάσεις πού ἀποκαλύφθηκαν σέ ὅλο τὸν λόφο ὑποδηλώνουν συνεχῆ ἐγκατάσταση ἀπό τούς γεωμετρικούς χρόνους μέχρι καί τόν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀπό τότε καί μετά κανένα ἴχνος δέν βρέθηκε στήν περιοχή αὐτή.
γ΄) Ἡ παλαιοχριστιανική βασιλική τοῦ Πισκοπιανοῦ.
Ἡ παλαιοχριστιανική βασιλική του Πισκοπιανοῦ δέν ἔχει εἰσέτι διερευνηθεῖ ἀνασκαφικά. Τό 1955 ὁ Νικόλ. Πλάτων παρουσίασε τίς παρατηρήσεις του καί ὁριοθετεῖ τήν ὕπαρξή της στόν 6ο αἰώνα.
Πρόκειται γιά τρίκλιτο ναό μέ διαστάσεις περίπου 45Χ20 μ. καί ἁψίδα στά ἀνατολικά ἐσωτερικῆς διαμέτρου 9,40 μ. Τά μαρμάρινα δάπεδά της ἀναμοχλεύ-τηκαν ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Ἕνα μέρος τοῦ γλυπτοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ της διακόσμου, ὅπως ἕνα μαρμάρινο κατώφλι, κιονόκρανα καί βάσεις κιόνων καί ἕνα μεγάλο ἐπιπεδόγραφο θωράκιο μέ παράσταση Ἱεροῦ Βήματος βρίσκονται σήμερα στό Ἱστορικό Μουσεῖο Ἡρακλείου. Ἀπό τάφο μέσα στήν ἐκκλησία προῆλθε νόμισμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου- Κωνσταντίνου (613-641).
Ἡ βασιλική τοῦ Πισκοπιανοῦ πιθανόν ἀποτέλεσε τήν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Χερσονήσου μετά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ παράκτιου οἰκισμοῦ γύρω στόν 7ο αἰώνα. Αὐτό ἀφήνει νά ἐννοήσουμε τό ὄνομα «Πισκοπιανό», παραφθορά τῆς ὀνομασίας «Ἐπισκοπιανό», πού ἀπαντᾶ στίς πηγές ἀπό τό 1379 ὡς Piscopiano de Chersonisso (Δουκικό Ἀρχεῖο Χάνδακα).
————–
Γιά τό παραπάνω κείμενο χρησιμοποιήσαμε ὡς βοηθήματα:
- Ἄρθρο τῆς Δάφνης Χρονάκη.
- Μελέτη τοῦ Μανώλη Λουκάκη, γιά τή βασιλική τοῦ Πόρου Ἐλούντας,
καί τή βασιλική της Κολοκύθας.
- Μελέτη τῶν Μανόλη Λουκάκη καί Κωστή Μαυρικάκη: «Ἄγνωστη παλαιοχριστιανική βασιλική
του Σωτῆρος Χριστοῦ στό ΄΄Μελισσό΄΄ τοῦ νησιοῦ Ἐλούντας».
- Κείμενα τῆς Βασιλικῆς Συθιακάκη – Κριτσιμάλλη στόν ἐπετειακό τόμο, ἔκδοση τοῦ Δήμου Χερσονήσου, «Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ».
ΠΝΕΥΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη
1.«Τό ψωμάκι μας νά βγάζωμε καί ὅπου νά εἶναι (ἀρκεῖ νά ἐργαζόμαστε). Τά παιδιά τῶν πρωτοπλάστων, ὁ ἕνας ἦταν γεωργός καί ὁ ἄλλος ποιμένας. Ὅλα τα ἐπαγγέλματα καλά εἶναι, μόνο νά εἴμαστε κοντά στόν Θεό. Καί ὁ Ἀπ. Παῦλος γιά νά μή τό φάει, μέ συγχωρεῖτε, δωρεάν τό ψωμί ἀπό κανένα ἄνθρωπο, ἐργαζόταν μέ τά χέρια. Ἔφτιαχνε σκηνές. Λοιπόν καί αὐτοί οἱ μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί αὐτοί ἐργαζόντανε. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, καί Ἐκεῖνος ἐργαζόταν στό μαραγκούδικο. Καί Ἐκεῖνος ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος ἀλλά καί Ἐκεῖνος ἐργάσθηκε. Πάντοτε ἡ ἐργασία εἶναι ἀρετή στόν ἄνθρωπο».
2.«Εὐχόμεθα καί δεόμεθα, πάντοτε νά βάζει ὁ Θεός τό χέρι Του καί στήν Ἐκκλησία μας καί στό κράτος καί στόν κόσμο, διότι οἱ μέρες εἶναι πολύ πονηρές καί πολύ δύσκολα χρόνια. Ἄς φωτίζει ὁ Θεός ὅλον τόν κόσμο. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ἄν (παλαιά) ὑπῆρχαν οἱ δέκα, δέν θά καταστρέφονταν τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, οἱ πόλεις, ἀλλά δέν ὑπῆρχαν. Ἐ! τώρα ὑπάρχουν ἐδῶ πολλοί Χριστιανοί πιστοί, εὐλαβεῖς, κοντά στόν Θεό … Βλέπω καθημερινῶς πλήθη λαοῦ περνᾶνε ἀπό τό Μοναστήρι…
- «Προχθές πέρασε πολύς κόσμος. Ρωτάω κάποιους:–Πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία;–- -Δεν πᾶμε…, εἶπαν.
–Γιατί, παιδιά μου, δέν πᾶτε στήν Ἐκκλησία; Ἀπ’ τήν μέρα πού γεννιώμαστε μέχρι τήν μέρα πού θά φύγουμε (ἡ ζωή μας) περνᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
–Ε! πᾶμε, παπά, τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα, τί θές ἄλλο νά σοῦ ποῦμε;
– Μέ συγχωρεῖτε, δέν εἶναι μόνο το Πάσχα καί τά Χριστούγεννα. Ὅταν ὁ Χριστιανός δέν πηγαίνει τρεῖς Κυριακές στήν Ἐκκλησία χωρίζεται! Ἐκτός ἄν ὑπάρχη τόσο μεγάλη ἀνάγκη, μέ συγχωρεῖτε, μπορεῖ νά εἶναι ἄρρωστος, μπορεῖ νά καίγεται τό σπίτι καί νά σηκωθῆ νά τό σβήση, τότε συγχωρεῖ ὁ Θεός…
- Στήν Ἐκκλησία βρίσκουμε τήν παρηγορία, βρίσκουμε τήν ὑγεία, βρίσκουμε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας».
«Νά ζοῦμε πνευματική ζωή, νά ὑπακούωμε στόν Πνευματικό, νά ἐξομολογούμεθα, νά κοινωνοῦμε τακτικά καί τό κυριώτερο ν’ ἀποφεύγομε τήν κατάκριση. Νά μελετᾶμε πνευματικά βιβλία, Ἁγία Γραφή, Ψαλτήρι καί ν’ ἀκοῦμε πάντα ὠφέλιμες καί πνευματικές συζητήσεις».«Χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί οἱ ἡμέρες μας εἶναι δύσκολες. Νά μένομε στήν προσευχή καί στήν ὑπακοή. Νά ἀγωνιζώμαστε».
5.«Παιδιά μου, σήμερα οἱ καιροί εἶναι δύσκολοι, οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Γι’ αὐτό , ν’ ἀγωνιζώμαστε. Ἄν δέν ἀγωνιζώμαστε, πῶς θά σωθοῦμε;».«Ἀγώνας, προσευχή, πίστη. Νά ’χουμε ταπείνωση, σεμνότητα, τιμιότητα».«Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλη. Ἡ προσευχή, πάντα κάνει καλό».«Ὅτι κάνομε, νά τό κάνωμε γιά τόν Θεό καί ὄχι γιά τήν κενοδοξία».«Λέω ὅτι ἡ νηστεία ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Πρέπει καί νηστεῖες νά τηρήσετε, ἄν ἔχετε ὑγεία, τό κατά δύναμη μέ τήν ἄδεια τοῦ γιατροῦ, ἀλλά καὶ μέ τὴν ἐντολή τοῦ Πνευματικοῦ. Ὅλα (νά) γίνονται μέ πολλή διάκριση καί προσευχή.«Ὁ Θεός δέχεται τήν λίγη νηστεία πού γίνεται μέ ταπείνωση».
Τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου Μακρή
1.~Πολλές φορές τήν ἡμέρα ἔρχεται ὁ Χριστός καί σοῦ χτυπάει, ἀλλά ἐσύ ἔχεις δουλειές…
-Ἐκεῖνος πού ταράζεται δέ σκέφτεται λογικά, ὀρθά. Κᾶνε ὑπομονή καί θά βραβευτεῖς μέ στέφανο.
Θέλω νά εἶστε ἤρεμοι. Ἄμα εἶστε κουρασμένοι δέ λειτουργοῦν οἱ ἀσύρματοι.
-Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μή φεύγει ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά σας.
~Ο Κύριος νά σᾶς ἐνισχύει, νά κρατήσετε σταθερά τή σημαία τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐγκράτειας.
-Ὁ Χριστιανός εἶναι πραγματικά ἄνθρωπος. Ξέρει ὅλους τους τρόπους τῆς εὐγένειας.
Ὅταν ἡ καρδιά μας δέν ἔχει τήν ἀγάπη πρός τό Χριστό δέν μποροῦμε νά κάνομε τίποτα. Εἴμαστε σάν πλοῖα πού δέν ἔχουν φωτιά, βενζίνη στή μηχανή τους.
- ~Ερώτηση: Πῶς κατορθώνετε νά ἔχετε τέτοια ὑπομονή καί καρτερία στά διάφορα;
Ἀπάντηση: Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ βοηθάει. Πάντα πιστεύω, παιδί μου, στή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού ὅλα τὰ μεταβάλλει καί τά ρυθμίζει πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ὅταν θά δεῖτε τά δάκρυα, τότε εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή.
Ὅταν κοινωνεῖς ὄχι μόνο παίρνεις δύναμη, ἀλλά φωτίζεσαι, βλέπεις ὁρίζοντες εὐρεῖς, αἰσθάνεσαι χαρά… Διαφορετικὰ νοιώθει ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τή φλόγα τῆς ψυχῆς του, ἄλλος αἰσθάνεται χαρά καί ξεκούραση, ἄλλος πνεῦμα ἀφομοιώσεως καί ἄλλος μία ἀνέκφραστη ἀγάπη πρός τούς πάντες. Ἔνοιωθα πολλές φορές κουρασμένος ἀλλά μετά τή Θεία Κοινωνία αἰσθανόμουν τόν ἑαυτό μου σάν νά μήν εἶχα τίποτα.
- -Σᾶς παρακαλῶ νά ἐφαρμόσετε αὐτήν τήν ἐντολή. Ὅσο μπορεῖτε νά καλλιεργήσετε τήν ἀγάπη πρός τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Σέ τέτοιο σημεῖο πού ὅταν θά προσφέρετε τ’ ὄνομά Του νά τρέχουν δάκρυα ἀπό τά μάτια σας. Ἡ καρδιά σας πρέπει νά καίγεται πραγματικά. Τότε Αὐτός θά εἶναι ὁ δάσκαλός σας. Αὐτός θά εἶναι ὁ ὁδηγός σας, ὁ ἀδελφός σας, ὁ πατέρας καί ὁ Γέροντάς σας.
- Μη δώσετε ποτέ σημασία σέ κανένα γήϊνο καί ἀσταθές. Νά ἔχετε προσοχή, ὑπομονή καί στήν ἀπομόνωση νά βλέπετε καί νά ἐξετάζετε τόν ἑαυτό σας.
Ἄς καλλιεργήσομε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ὁ κόσμος θέλει νά δεῖ ἀνθρώπους ἐφαρμοστές του Νόμου τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί σπανίζουν στήν ἐποχή μας.
Ἀγαπῆστε μέ ὅλη τήν καρδιά σας τόν Νυμφίο σας Χριστό καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά σᾶς ἀγαποῦν καί θά σᾶς περιποιοῦνται.
- Οἱ ψυχές ἔχουν διάθεση νά δοῦν τό κάλλος τῆς μορφῆς τοῦ Θεοῦ.
-Ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ ἀποδυναμώνει τούς πειρασμούς μας.
Ὅταν ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δίνεται ἡ σοφία.
-Ὅλοι οἱ ἅγιοι αἰσθάνονταν χαρά καί ἀγαλλίαση ὅταν ἐπισκέπτονταν τήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
~Επειδή εἶναι γενική ἐξαχρείωση, δέν μποροῦν νά καταλάβουν ὅτι ὑπάρχει πνευματική ἀγάπη.
-Ὅταν δῶ ἄνθρωπο ἐρεθισμένο προσεύχομαι νά τόν εἰρηνεύσει ὁ Κύριος καί δέν ἀκούω τί λέει. Γι’ αὐτό καί δέ στενοχωριέμαι. Ὅταν θά ἠρεμήσει καί θά δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία τότε τοῦ μιλάω, διότι τότε εἶναι ἀκριβῶς σέ θέση νά καταλάβει τήν ἀφροσύνη του.
- Ἀδιαφόρει γιά ὅλα τα ἐμπόδια. Ἡ μόνη ἀπασχόλησή σου, ἡ σκέψη σου νά εἶναι ὁ Νυμφίος σου. Νά μιλᾶς μόνο μέ Αὐτόν.
-Ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη. Τό μεγαλύτερο κακό νά μᾶς κάνουνε πρέπει νά τούς ἀγαποῦμε. Μόνο μέ τήν ἀγάπη θά μποῦμε στόν Παράδεισο.
Νά καλλιεργεῖς τήν εὐχή καί θά ἔρθει καιρός πού ἡ καρδιά σου θά σκιρτάει ἀπό χαρά, ὅπως ὅταν πρόκειται νά δεῖς ἕνα πολυαγαπημένο σου πρόσωπο.
-Τή βραδινή προσευχή νά μήν τήν ἀμελεῖς. Νά προσεύχεσαι μέ διάθεση ὅπως ἐκεῖνοι πού πηγαίνουν σέ συμπόσιο. Εἶναι ξύπνιοι καί αἰσθάνονται ὅλο χαρά. Ἔτσι καί ἐσύ ἀφοῦ πρόκειται νά μιλήσεις μέ τόν Νυμφίο σου, νά μήν ἀκοῦς ὅταν σου λέει ὁ πειρασμός διάφορα γιά νά σέ ἐμποδίσει, γιατί ξέρεις ἔχουμε ἕναν πού ἐνδιαφέρεται πολύ γιά μᾶς.
Τοῦ Γέροντος Πορφυρίου
- «…Ἡ ψυχή εἶναι ἕνας κῆπος χωρισμένος σέ δύο μέρη. Στόν μισό φυτρώνουν ἀγκάθια, στόν ἄλλο μισό λουλούδια· καί ἔχουμε μιά δεξαμενή νεροῦ (τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς) μέ δύο βρύσες καί δύο αὐλάκια. Ἡ μία κατευθύνει τό νερό στά ἀγκάθια καί ἡ ἄλλη στά λουλούδια. Κάθε φορὰ μόνο μιά βρύση μπορῶ ν’ ἀνοίξω. Ἀφήνω ἀπότιστα τὰ ἀγκάθια καί μαραίνονται, ποτίζω τά λουλούδια καί ἀνθίζουν» «…Ὅταν ἔρθη μέσα μας ὁ Χριστός, τότε ζοῦμε μόνο τὸ καλό, τήν ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο. Τό κακό, ἡ ἁμαρτία, τό μίσος ἐξαφανίζονται μόνα τους, δέν μποροῦν, δέν ἔχουν θέση νά μείνουν»
- «Ὅταν ἀγαποῦμε τόν Χριστό, τά ἁμαρτωλά μας πάθη ὑποχωροῦν μόνα τους, χάνουν τήν δύναμή τους, μπροστά στήν δύναμη τῆς ἀγάπης. Ὅταν ξημερώσει καί φωτίσει τό δωμάτιό μας αὐτός ὁ ἥλιος, τό σκοτάδι φεύγει, δέν μπορεῖ νά μείνει».
- «…Νά μήν στενοχωριέσαι ποτέ. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γιά νά μᾶς δώσει πολλή ἀγάπη καί χαρά, ἀπό τώρα. Ἀπό τώρα, ν’ ἀρχίσουμε νά συμμετέχουμε, ὅλο καί πιό αἰσθητά, στήν φωτεινή ἡμέρα τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ὅπου δέν βραδυάζει ποτέ».«Νά γίνης ἀθάνατος ἀπό τώρα, πεθαίνοντας γιά τόν κακό ἑαυτό σου».
- Ἡ προτροπή τοῦ Γέροντα ἦταν: «Γίνετε ἅγιοι καί δέν θά ἔχετε κανένα πρόβλημα μέ τά παιδιά σας. Ἡ ἁγιότητα τῶν γονέων ἀπαλλάσσει τά παιδιά ἀπ’ τά προβλήματα. Τά παιδιά θέλουν κοντά τους ἀνθρώπους ἁγίους, μέ πολλή ἀγάπη, πού δέν θά τά φοβερίζουν, οὔτε θά περιορίζονται στή διδασκαλία, ἀλλά θά δίνουν ἅγιο παράδειγμα καί προσευχή. Νά προσεύχεσθε οἱ γονεῖς σιωπηλά καί μέ τά χέρια ψηλά πρός τόν Χριστό καί ν’ ἀγκαλιάζετε τά παιδιά σας μυστικά. Κι ὅταν κάνουν ἀταξίες, νά παίρνετε κάποια παιδαγωγικά μέτρα, ἀλλά νά μήν τά πιέζετε. Κυρίως νά προσεύχεσθε. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἁγιοσύνης καί ὄχι τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας κάνει τά παιδιά καλά» .
- Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστὸς στην καρδιά, ἡ ζωὴ ἀλλάζει. Ὁ Χριστός εἶναι τὸ πᾶν. Ὅποιος ζῆ μέσα του τὸν Χριστό, ζῆ πράγματα ποὺ δὲν λέγονται∙ ἅγια καὶ ἱερά. Ζῆ ἐν ἀγαλλιάσει. Αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια. Τὰ ἔχουνε ζήσει ἄνθρωποι άσκητές στὸ ἅγιον Ὄρος. Συνεχῶς μὲ λαχτάρα ψιθυρίζουν τὴν εὐχή: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ…»
- Ὁ ἔρωτα πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι κάτι ἄλλο. Δὲν ἔχει τέλος, δὲν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωὴ, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει…Κι ὅσο δίνει, τόσο πιο πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νὰ φθείρει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Ἡ άγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει κορεσμό.
Τοῦ Γέροντος Παϊσίου
- Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά ἕναν πνευματικό ἀγωνιστή εἶναι ἡ ἀπελπισία. Γι’ αὐτό ὁ γέροντας ἔλεγε:
«Νά μήν ἀπελπίζονται ὅσοι βρίσκονται μέσα στόν κόσμο, ὅταν εἶναι κυριευμένοι ἀπό πολλά πάθη καί ἡ φύση τους εἶναι ἄτακτη καί τρέχει μέ ὁρμή στήν κατηφόρα, ἀλλά νά ἐλπίζουν στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί νά στρίψουν τό τιμόνι τῆς γερῆς τους μηχανῆς στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνηφόρας, καί πολύ γρήγορα θά προσπεράσουν ἄλλες βραδυκίνητες μηχανές πού τρέχανε μπροστά ἀπό πολλά χρόνια στό δρόμο τοῦ Θεοῦ».
2.Καί γιά τό νοῦ πού σκορπίζεται κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ γέροντας τόνιζε: «Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς μᾶς φεύγει σέ ἄσχημα πράγματα ἤ ἔρχονται χωρίς νά τό θέλουμε, νά μήν χρησιμοποιοῦμε ἀντιρρητικό πόλεμο κατά τοῦ ἐχθροῦ, διότι καί ὅλοι οἱ δικηγόροι ἐάν μαζευτοῦν, μέ ἕνα διαβολάκι δέν τά βγάζουν πέρα μέ τή συζήτηση, ἀλλά μόνο μέ μιά περιφρόνηση μπορεῖ νά τά διώξει κανείς, ὅπως καί τούς βλάσφημους λογισμούς»
3.«Δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε, ὅταν ἀγωνιζόμαστε ἀλλά δέ βλέπουμε καμιά πρόοδο παρά μόνο μηδενικά συνέχεια. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μηδενικά κάνουμε, ποιός περισσότερα καί ποιός λιγότερα. Βλέποντας ὁ Χριστός τή μικρή μας προσπάθεια, βάζει ἀνάλογα μιά μονάδα στήν ἀρχή καί ἔτσι παίρνουν ἀξία τά μηδενικά μας καί βλέπουμε λίγη προκοπή. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε, ἀλλά νά ἐλπίζουμε στό Θεό».
- «Ὁ κυριευμένος ἀπό ὑλικά πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπό στενοχώρια καί ἄγχος, γιατί πότε τρέμει μήν τοῦ τά πάρουν καί πότε μήν τοῦ πάρουν τήν ψυχή. Ὁ τσιγκούνης πάλι, πού ἀγκύλωσε τό χέρι του ἀπό τό πολύ σφίξιμο, ἕσφιξε καί τήν καρδιά του καί τήν ἔκανε πέτρινη. Γιά νά θεραπευθεῖ, θά πρέπει νά ἐπισκεφθεῖ δυστυχισμένους ἀνθρώπους, νά πονέσει, ὁπότε θά ἀναγκασθεῖ νά ἀνοίξει σιγά-σιγά τό χέρι του καί θά μαλακώσει τότε καί ἡ πέτρινη καρδιά του καί θά γίνει καρδιά ἀνθρώπινη καί ἔτσι θά τοῦ ἀνοιχθεῖ καί ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου».
- Ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση εἶναι γιά τόν ὅσιο Γέροντα οἱ προϋποθέσεις γιά νά ἐπικοινωνήσει ἡ ψυχή μέ τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτές πρέπει νά διέπουν καί τίς σχέσεις τῶν γονέων τόσο μεταξύ τους ὅσο καί μέ τά παιδιά τους. Ἔτσι κάθε δυσκολία μέσα στήν οἰκογένεια, ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική, μπορεῖ νά ὑπερβαίνεται. Συμβούλευε ὁ ὅσιος Γέροντας: «Σέ καθετί ποὺ συμβαίνει, νά ρίχνετε τό βάρος στόν ἑαυτό σας. Νά προσεύχεσθε μέ ταπείνωση, νά μήν αὐτοδικαιώνεσθε. Βλέπετε, γιά παράδειγμα ἀντιζηλία ἀπό ἀπέναντι; Προσευχή ἐσεῖς μέ ἀγάπη, γιά νά ρίξετε ἀγάπη στήν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε!». Μέ τόν τρόπο αὐτό «σιγά σιγά θά σᾶς ἐπισκέπτεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Θά μπαίνετε μές στή χαρά. Θ’ ἀρχίσετε νά ζεῖτε στήν εἰρήνη, ὁπότε μετά θά γίνετε πιό δυνατοί μέ τή θεία χάρη. Δέν θά θυμώνετε, δέν θά ἐκνευρίζεσθε, δέν θά παρεξηγεῖτε, δέν θά κατακρίνετε, θά τούς δέχεσθε ὅλους μέ ἀγάπη» .