Ενημέρωση

Η άγνωστη παλαιοχριστιανική βασιλική του Σωτήρος Χριστού στο Μελισσό του Νησιού Ελούντας

Των Κωστή Ε. Μαυρικάκη, Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ
και Μανόλη Α. Λουκάκη, θεολόγου καθηγητού

Μια εντελώς άγνωστη, όχι μόνο στους πολλούς αλλά και στους λίγους ειδικούς, που έχουν αποστολή την ελληνική πολιτισμική και πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας, είναι η ελληνιστική παλαιοχριστιανική βασιλική στη θέση «Μελισσός» («ή Τσιμπάκι») στο Νησί της Ελούντας (χερσόνησο Σπιναλόγκας), αφιερωμένη πιθανόν στο Σωτήρα Χριστό. Ο ναός, του οποίου η περιμετρική θεμελίωση σώζεται σε ημιεμφανή κατάσταση, αποτελούσε συνηθισμένη τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική απλού ελληνιστικού τύπου, με τρεις ημικυκλικές αψίδες. Για τη βασιλική αυτή, εκτός από μια απλή προφορική παράδοση από ντόπιους κατοίκους της Ελούντας, η οποία και μας οδήγησε σε επιτόπια δοκιμαστική ανίχνευση, δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές των μεγάλων Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων, που ανέσκαψαν και ασχολήθηκαν με άλλες βασιλικές στην Κρήτη και την περιοχή μας, όπως την βασιλική του Πόρου με τα περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα που βρίσκεται 1260 μέτρα νοτιοδυτικότερα και τη βασιλική στην παραλία της Κολοκύθας, που εντοπίζεται 1130 μέτρα νοτιοανατολικότερα (Στ. Ξανθουδίδης 1916, H. V. Effenterre & J. Buskquet 1937 και Αν. Ορλάνδος 1960, Εμμ. Μπορμπουδάκης 1971). Οι τρεις μέχρι σήμερα γνωστές βασιλικές του Νησιού βρισκόταν στην κορυφή ενός περίπου ισόπλευρου τριγώνου. Βέβαια, ας σημειώσουμε a priori, ότι για να θεμελιωθεί και να τεκμηριωθεί ιστορικά, οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο σχετικά με το ναό, (ή για οποιοδήποτε άλλο μνημείο) και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, θα πρέπει, πιστεύουμε, να προηγηθεί μια ολοκληρωμένη μελέτη της χωροταξικής σύνθεσης της αρχαίας πόλεως του Ολούντα, σε σχέση με την παρουσία της στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της ανατολικής Κρήτης, τόσο στην προχριστιανική, όσο και τη βυζαντινή ή μεταβυζαντινή περίοδο, καθόσον «πέπλον σκότους» καλύπτει μέγα τμήμα της ιστορίας και της τύχης της πόλεως.
Η σημερινή εικόνα της βασιλικής, σε συνδυασμό με την απουσία γραπτών ιστορικών πηγών, καθιστά κάθε ερευνητική προσπάθεια για τη μελέτη της εξαιρετικά δυσχερή και επίπονη. Μοναδικός αρωγός σ’ αυτή την απόπειρα ανασύνθεσής της, στην ουσία από ελάχιστα επιτόπια δεδομένα, αποτελεί η σχετική βιβλιογραφία για τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές (όπως των Ν. Πλάτωνος & Κ. Καλοκύρη), με κορυφαίο το έργο του αείμνηστου ακαδημαϊκού και καθηγητή του Ε.Μ.Πολυτεχνείου και Πανεπιστημίου Αθηνών, Αναστασίου Ορλάνδου, ο οποίος, εκτός από την ανασκαφή στη βασιλική του Πόρου το 1960, είχε μελετήσει λεπτομερειακά εκατοντάδες βασιλικές σε ολόκληρη τη Μεσογειακή λεκάνη (Β. Αφρική, Συρία, Παλαιστίνη, Ιταλία κ.λπ.).
Επιπροσθέτως, για τη βασιλική στο Μελισσό, δεν υπάρχουν μαρτυρίες ξένων περιηγητών, που να τη μνημονεύουν ή να την περιγράφουν, γεγονός που μάλλον υποδηλώνει με βεβαιότητα, ότι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς κατά την κατάληψη της Κρήτης το 824/5 από τους Άραβες. Έτσι, η ύπαρξή της δεν σημειώθηκε σε καμιά γραπτή περιηγητική πηγή Ευρωπαίων, που επισκέφτηκαν τη μεγαλόνησο, μετά την κατάληψή της από τους Ενετούς στις αρχές του 13ου αιώνα.
Από την εποχή κιόλας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου, μετά το θρίαμβο της Χριστιανικής Εκκλησίας (313 μ. Χ. κ.ε.), οι χριστιανοί έκτιζαν παντού καινούργιους ναούς και επικράτησε γρήγορα στη χριστιανική ναοδομία ο τύπος λατρευτικού κτιρίου με την ονομασία «βασιλική». Ήταν κατά κανόνα ορθογώνια αίθουσα με μήκος διπλάσιο από το πλάτος της, χωρισμένη κατά το μεγαλύτερο άξονά της σε τρία ή περισσότερα μέρη, τα «κλίτη», ανάλογα με το πλήθος των πιστών που έπρεπε να χωρέσει. Αυτό το γενικό κανόνα, όσον αφορά τα κλίτη, ακολουθούσε και η βασιλική στο Μελισσό, πλην όμως, οι αναλογίες των διαστάσεών της δεν συμμορφώνονταν με τον κανόνα, που ήθελε το μήκος περίπου διπλάσιο από το πλάτος. Η συγκεκριμένη βασιλική είναι σχεδόν τετραγωνικής κάτοψης, διαστάσεων 12,00Χ11,60 μ. του συνόλου του περιγράμματός της, με εμβαδόν 140 τμ. και χωρητικότητας περίπου 100 ατόμων. Η αναλογία των διαστάσεων της βασικής κάτοψης, ήτοι του ελευθέρου πλάτους προς το ελεύθερο μήκος του κυρίως ναού (χωρίς το νάρθηκα) είναι 10,50/6,70=1,57. Αυτή η αναλογία διαστάσεων σε τρίκλιτες δρομικές βασιλικές, απαντάται στη βασιλική Σύϊας Σελίνου Χανίων, στη βασιλική Τιμεντούτ στη Συρία, στη βασιλική Παρεντίου και στις βασιλικές Ιλ-Μπαρά και Τουρμανίν της Β. Αφρικής. Η διασπορά των ίδιων αναλογιών σε πολλές και μακρινές μεταξύ τους περιοχές επιβεβαιώνει τη συνήθεια, συγκεκριμένες αναλογίες να μην επιχωριάζουν κατά γεωγραφικές περιοχές, αλλά να τηρείται ποικιλία διαστάσεων, που πολλές φορές υπαγορεύονται από τις τοπικές εδαφικές συνθήκες, οι οποίες επιλέγονται για την ανοικοδόμηση της βασιλικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βασιλική στο Μελισσό, όπου λόγω έλλειψης χώρου δε φαίνεται να υπήρχαν προσκτίσματα δυτικά του ναού, όπως αναπτύσσεται πιο κάτω.
Ο ναός, περισσότερο ομοιάζει αρχιτεκτονικά με τη βασιλική Βυζαρίου Αμαρίου Ρεθύμνης, που ανέσκαψε το 1956 ο Κ. Καλοκύρης, η οποία χρονολογείται τον 7ο αι. και καταστράφηκε και αυτή από την επιδρομή των Αράβων το 824 και τη βασιλική στη Μέτζενα (10ος αι.) στο 18ο χλμ. του δρόμου Πατρών – Καλαβρύτων.
Η βασιλική στο Μελισσό, είναι θεμελιωμένη πάνω σε βραχώδες ασβεστολιθικό υπόβαθρο σε υψόμετρο 10 μ. από τη θάλασσα, σε απόσταση περί τα 50 μέτρα από αυτή και μέσα στην ιδιοκτησία Ευαγγέλου Εμμ. Ζερβού. Δέσποζε σε μικρό πλάτωμα, με μικρές βραχώδεις εξάρσεις στην κορυφή μικρού λόφου. Ακολουθεί και αυτή το γενικό κανόνα, που θέλει τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές να έχουν προσανατολισμό προς ανατολάς με την κόγχη του ιερού, σύμφωνα με τις Αποστολικές Διαταγές (ΙΙ, 59) και τη Διαθήκη του Χριστού (Ι, 19), αλλά και σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, που λέει ότι «πάντες ορώμεν κατ’ ανατολάς επί των προσευχών, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, ον εφύτευσεν ο Θεός εν Εδέμ κατ’ Ανατολάς» (Λόγος περί Αγίου Πνεύματος).
Η μοναδική γραπτή πηγή, που ισχυροποιεί τη μαρτυρία για την ονομασία του ναού ως αφιερωμένου στον Παντοκράτορα και Σωτήρα Χριστό, (Μεταμόρφωση Σωτήρος;), είναι η γκραβούρα του βενετού μηχανικού Francesco Basilicata (1618), που ονομάζει το σημερινό γνωστό ορμίσκο του «Μελισσού» ως «CHRISTO», χωρίς ωστόσο να σχεδιάζει την εκκλησία, σε αντίθεση με την Ανάληψη, τον Αγ. Γεώργιο (στον Πόρο), την Αγ. Τριάδα, την Αγ. Παρασκευή και την Αγ. Μαρίνα, που φαίνονται σχεδιασμένες. Αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί η εκκλησία να είχε καταστραφεί και το 1618 να αποτελούσε σωρό ερειπίων, αλλά στην προφορική ντόπια παράδοση ο μικρός κολπίσκος διατηρούσε οκτώ αιώνες περίπου μετά την αραβική επέλαση το τοπωνύμιο, από την ύπαρξη της πάλαι ποτέ βασιλικής. Για το λόγο αυτό ο μικρός ορμίσκος, ονομαζόταν «του Χριστού».
Το μεσαίο κλίτος της βασιλικής κάλυπτε δίριχτη ξύλινη στέγη, επικαλυμμένη με κεραμίδια. Καθώς το κλίτος αυτό ήταν υψηλότερο από τα δύο πλευρικά κλίτη, μια σειρά τρίλοβων παραθύρων στους διαχωριστικούς τοίχους, ο «φωταγωγός», επέτρεπε τον άπλετο φωτισμό του ναού. Το μεσαίο κλίτος, κατέληγε στην αψίδα του ιερού ημικυκλικού σχήματος με διάμετρο λίγο μικρότερη από το πλάτος του, μπροστά στην οποία βρισκόταν η Αγία Τράπεζα. Η αψίδα του ιερού στεγαζόταν με κτιστό λίθινο τεταρτοσφαιρικό θόλο. Εκτός από την κεντρική αψίδα υπήρχαν ακόμη δύο αψίδες, οι οποίες αντιστοιχούσαν στα δύο πλευρικά κλίτη, μικρότερης όμως διαμέτρου και προφανώς μικρότερων κτιστών τεταρτοσφαιρικών θόλων. Λόγω της μικρής εσωτερικής διαμέτρου της κόγχης του ιερού (1,15 μ.), δεν είναι γνωστό εάν, όπως συνηθιζόταν πίσω από την Αγία Τράπεζα, βρισκόταν εκεί ο επισκοπικός θρόνος (καθέδρα) και τα κτιστά βαθμιδωτά καθίσματα του κλήρου (σύνθρονον). Ο χώρος αυτός, που προοριζόταν για τον κλήρο, χωριζόταν ως γνωστό από τον κυρίως ναό όπου έμεναν οι πιστοί με ένα χαμηλό (μαρμάρινο ή ξύλινο) χώρισμα, τις κιγκλίδες ή θωράκια. Αυτό, με τη χρήση αρχικά των παραπετασμάτων και αργότερα των εικόνων, εξελίχτηκε στο γνωστό σήμερα υψηλών διαστάσεων εικονοστάσιο (τέμπλο). Δεν είναι γνωστό αν η διαμόρφωση εκατέρωθεν του ιερού βήματος (παστοφόρια), δημιουργούσε διαχωρισμό των χώρων που είχαν τη χρήση πρόθεσης και διακονικού.
Η βασιλική όπως σώζεται σήμερα, με ορατό μόνο το περίγραμμα της κάτοψής της, υποδηλώνει κτίσμα ενιαίας οικοδομικής φάσης, με πιθανή χρονολόγησή της από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα 9ου αιώνα, οπότε και πιθανόν να λεηλατήθηκε από τους Άραβες κατακτητές, ως ευρισκόμενη ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Πάντως η θέση της δικαιώνει την επισήμανση του Αν. Ορλάνδου, για τις βασιλικές που ανακαλύφτηκαν τον περασμένο αιώνα στην Κρήτη: «Αι πλείσται εξ αυτών είναι παράλιοι, πράγμα το οποίον αποδεικνύει την ασφάλειαν των παραλίων της νήσου κατά τον 5ον και 6ον μ. Χ. αιώνα», τον καιρό δηλαδή που βρισκόταν στην ακμή τους. Εξάλλου όπως παρατηρεί ο Ν. Β. Τωμαδάκης, «υπάρχει ένα κενόν μεταξύ των βασιλικών αι οποίαι κατεστράφησαν κατά τον 6ον αιώνα, ένα κενόν μέχρι το χίλια περίπου…Τι υπήρξε μεταξύ του 700 περίπου και του 1000, αυτό είναι ένα desideratum…».. Εξάλλου κατά τον ίδιο ιστορικό όντες οι Άραβες «πειραταί και λησταί….ως εκ τούτου ουδέν απολύτως μνημείον αφήκαν εν Κρήτη, ούτε ενεπίγραφον ούτε χειροποίητον».
Κατά την εν λόγω περίοδο είχε διαμορφωθεί αυτού του τύπου κυρίως η τρίκλιτη δρομική βασιλική στην Κρήτη. Βέβαια, η ακριβέστερη ηλικία της μπορεί να προσδιοριστεί είτε με τη μέθοδο της θερμοφωταύγιας των διάσπαρτων υπολειμμάτων των κεραμικών υλικών πέριξ του ναού είτε με τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης του ενεργού άνθρακα, από δείγμα κονιάματος των τοίχων της στο εργαστήριο. Η βασιλική χωριζόταν με δύο πιθανόν πεσσοστοιχίες και κιονοστοιχίες με κιονόκρανα κορινθιακού τύπου σε τρία κλίτη. Είναι άγνωστο πόσοι κίονες αποτελούσαν την κάθε κιονοστοιχία (πιθανόν να ήταν δύο σε κάθε πλευρά), καθώς δεν υπάρχουν ορατά υπολείμματα, όπως στη βασιλική της Κολοκύθας. Εκτός από το περιμετρικό περίγραμμα του ναού, είναι ορατό και το θεμέλιο εγκάρσιου τοίχου στο δυτικό τμήμα του, ο οποίος χώριζε τη βασιλική στον κυρίως ναό και το νάρθηκα. Ο νάρθηκας, χώρος με καθαρές διαστάσεις 10,50Χ3,65 μ., ήταν το τμήμα του ναού που χρησίμευε για την παραμονή των κατηχουμένων και των «προσκλαιόντων», δηλαδή αυτών που προετοιμάζονταν με κατήχηση για το βάπτισμα ή υποβαλλόταν σε δημόσια μετάνοια για βαριά αμαρτήματα. Όλοι αυτοί, μόλις άκουγαν το παράγγελμα του διακόνου «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», αποχωρούσαν από την εκκλησία, καθώς δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων. Λόγω του μικρού μεγέθους της βασιλικής, δεν πρέπει να υπήρχε υπερώο ή γυναικωνίτης, που διαμορφώνονταν κατά κανόνα πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα. Είναι ακόμη σχεδόν βέβαιο, ότι δεν υπήρχε διακονικό, δηλαδή διαμέρισμα έξω από το νάρθηκα, στην είσοδο του ναού, όπου οι διάκονοι δέχονταν τις προσφορές των πιστών. Αυτό, γιατί η φυσική διαμόρφωση του εδάφους δυτικά της βασιλικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη και απροσπέλαστη λόγω μικρών βραχωδών εξάρσεων, που δεν επέτρεπε την ανοικοδόμηση ιδιαίτερου χώρου. Η ίδια βεβαιότητα υπάρχει και για την απουσία αιθρίου, κρήνης, και βαπτιστηρίου ή άλλων προσκτισμάτων. Η έλλειψη όλων των απαραίτητων βοηθητικών χώρων, που συνόδευαν τη βασιλική σαν βασικό στοιχείο της ναοδομίας εκείνης της περιόδου, αφενός οφείλεται στη στενότητα του χώρου, που επελέγη για να ανοικοδομηθεί τούτη, αφετέρου στην ύπαρξη μιας άλλης πιο ευρύχωρης και μεγαλοπρεπούς βασιλικής που βρισκόταν μόλις 1260 μ. νοτιοδυτικότερά της, και η οποία είχε εν δυνάμει το ρόλο του Μητροπολιτικού ναού πλήρως εξοπλισμένου (βασιλική του Πόρου). Η βασιλική συνεπώς στο Μελισσό, αφιερωμένη στο Σωτήρα Χριστό, φαίνεται ότι ήταν ένας λιτός και απέριττος τρίκλιτος δρομικός ναός του πιο απλού τύπου, που εξυπηρετούσε πιθανόν μια γειτονική ποιμενική και αγροτική ενορία, στην πέριξ του Νησιού περιοχή του Ολούντα. Η τελευταία αυτή παρατήρηση, παρέχει όλο και περισσότερα επιχειρήματα στην υπόθεση για την Επισκοπή Αλύγγου, με έδρα τον Ολούντα, για την οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενες εργασίες μας.
 Το δάπεδο στον κυρίως ναό πιθανόν ήταν από ακανόνιστες λίθινες πλάκες και στο νάρθηκα από πατημένο αργιλικό χώμα. Αυτό φαίνεται με την ύπαρξη ελάχιστων πλακών, που ίσως να αποτελούσαν το τελικό δάπεδο του ναού. Οι διάσπαρτες μικρές ψηφίδες εντός του περιγράμματός του, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να οφείλονται στην ύπαρξη σημειακών ψηφιδωτών διακόσμων στο δάπεδο. Οι τοίχοι είναι από ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες με συνδετικό κονίαμα, όπως φαίνεται από τα ίχνη των θεμελίων.
Ο ναός, όπως ήδη τονίστηκε, κατά πάσα πιθανότητα λεηλατήθηκε κατά την αραβική επέλαση στην Κρήτη το 824/5, όποτε και καταστράφηκαν αρκετές βασιλικές στο νησί. Αργότερα, πολλά από τα κατεστραμμένα αρχιτεκτονικά μέλη, συνηθιζόταν να επαναχρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερες κατασκευές. Πολύ πιθανόν, κάποια από τις βάσεις των κιόνων, που διαχώριζαν τα τρία κλίτη, είναι αυτό που είναι εγκιβωτισμένο και ορατό σήμερα στη βάση της εξωτερικής παρειάς του νότιου προμαχώνα Tiepolo στη Σπιναλόγκα, αφού οι Ενετοί φρόντιζαν να «μεταφέρουν» ο,τιδήποτε χρήσιμο αρχιτεκτονικό μέλος υπήρχε σε κοντινή απόσταση, για την ανοικοδόμηση του φρουρίου. Σήμερα, πέριξ του ναού είναι διάσπαρτα τεμάχια κεραμικών και μαρμάρινων υλικών, τα οποία κυρίως ήταν κέραμοι της στέγης, λύχνοι, αγγεία, αρχιτεκτονικά μέλη κ.λπ.
Η &up

Back to top button