Ενημέρωση

Νεάπολη, Πρωτεύουσα πόλη

 

Του κ. Γεωργίου Μαμάκη, Δ/ντου του 1ου Σημ. Σχολείου Νεαπόλεως

Όταν το 1868, ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς ανάλαβε «εν χαλεποίς καιροίς» πρώτος χριστιανός Διοικητής Λασιθίου, εγκαταστάθηκε στο «Καινούργιο Χωριό» και του έδωσε τον χαρακτήρα της πόλης και τη μετονομασία «Νεάπολη». Την μεγέθυνση της Νεάπολης βοήθησε σημαντικά εκείνη την περίοδο και η πλούσια σοδειά του λαδιού της τελευταίας τετραμηνίας του 1868 και της πρώτης του 1869 κάτι που δημιούργησε την ανάγκη  για την  δημιουργία ενός μεταπρατικού κέντρου.

Σύμφωνα με τον Αντ. Βορεάδη, ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς αν και «τον τόπο εύρεν καταστραμμένον εκ της τριετούς επαναστάσεως του 1866, ηρειπωμένα δε και τα προ της επαναστάσεως ταύτης υπάρχοντα ολίγα σχολεία», εργάστηκε «υπέρ της εκπαιδεύσεως του λαού» και κατόρθωσε «εν βραχεί χρόνω να οικοδομηθώσιν ικανά δημοτικά σχολεία εκ βάθρων» κάνοντας χρήση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου του Μοναστηριακού Διοργανισμού. Η επέκταση του σχολικού δικτύου υπήρξε ταχύτατη από εκείνη τη στιγμή και μετά επειδή εκτιμήθηκε ότι η δημιουργία εγγράμματου περιβάλλοντος θα επέτρεπε την ανάπτυξη της χρήσης της ανάγνωσης και της γραφής στην καθημερινή ζωή και θα διευκόλυνε την ένταξη των ατόμων στο γραπτό δίκτυο επικοινωνίας και μάθησης. Η ένταξη αυτή ήταν αναγκαία για την μετάβαση σε μια συγκροτημένη κοινωνική και πολιτική δομή τέτοια που απαιτούσε η ανάδειξη της πόλης ως διοικητικό κέντρο του διαμερίσματος.

Ένας άλλος παράγοντας σύνδεσης του βιωμένου με το φαντασιακό χώρο ήταν βέβαια οι οικονομικές σχέσεις, οι οποίες διαμόρφωναν τοπικές ενότητες παραγωγής και αγοράς καθώς και δίκτυα μεταφοράς και ανταλλαγής αγαθών τόσο εντός όσο και εκτός της πόλης. «Όπου προ εικοσιπενταετίας υπήρχον ολίγα μόνον επί των δακτύλων αριθμούμενα παντοπωλεία, υπάχρουσι σήμερον εκατοντάδες καταστημάτων διαφόρων και εργαστηρίων τεχνιτών, όπου αγροί σμικράν αποφέροντες πρόσοδον και σμικράν κατ’ ακολουθίαν έχοντες αξίαν μεταβλήθησαν εις οικόπεδα και η αξία αυτών, κατά πήχεις ήδη ουχί κατά μουζούρια εκτιμωμένων, ηυξήθη κατά πολύ, ότι επ’ αυτών ηγέρθησαν και εγείρονται οσημέραι και οικήματα ικανώς ευπρεπή και καταστήματα, ότι το εμπόριον της πόλεως, όλως ασήμαντον ον τότε, νυν ανέρχεται εις ικανάς χιλιάδας λιρών ενιαυσίως δια τε την ένεκα τούτων φοίτησιν πολλών εκ τε των περεχώρων και των άλλων του τμήματος επαρχιών».  Έτσι,  ξεκίνησε η ακμή του Καινούργιου Χωριού, της σημερινής Νεάπολης, η οποία συνιστούσε το κέντρο της κεφαλαιακής συσσώρευσης του πλεονάζοντος στην περιφέρεια γεωργικού οικονομικού κεφαλαίου. Στον οικισμό αυτό άρχισε να παρατηρείται μια κάποια αστική λειτουργία, καθώς η Νεάπολη καθιερώθηκε τοπικά και μέσα σε ένα κατά βάση αγροτικό και ημιφεουδαρχικό πλαίσιο, ως μεταπρατικό κέντρο για τα αγροτικά προϊόντα, εξαρτημένο άμεσα από τον στενό αγροτικό του περίγυρο. Έναν περίγυρο που μέχρι τότε βρισκόταν κάτω από συνεχή οικονομική πίεση, με υψηλό ποσοστό ακτημόνων και με καλλιεργητικά μέσα πρωτόγονα. Μετά την κατάργηση, όμως, των τιμαρίων, άρχισε η εκποίηση της γης σε χαμηλές τιμές κάτι που οδηγούσε πολλούς χριστιανούς στο να αγοράζουν κτήματα μουσουλμανικά ως οικονομική επένδυση και να ενώνονται σε μεγάλα χωριά. Η Νεάπολη, λοιπόν, άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα καθώς υιοθετήθηκε επιπλέον από την οθωμανική διοίκηση η ισότιμη μεταχείριση των δύο στοιχείων και οι μουσουλμάνοι άρχισαν να μετακομίζουν σε τειχισμένες πόλεις και σε χωριά ή μετόχια που βρίσκονταν κοντά σ’ αυτές όπου ζούσαν πλούσια ζωή τις περισσότερες φορές με εκποίηση της γης σε πρόθυμους να τα αγοράσουν χριστιανούς ή με χρέωση σε τοκιστές.

Η μεγέθυνση του οικισμού η οποία ωφελήθηκε σημαντικά και από τον υποβιβασμό του φόρου για τις καλλιεργημένες εκτάσεις από το 1/5 στο 1/10, δημιούργησε ένα κλειστό σύστημα ανταλλαγών που συγκροτήθηκε από την ύπαρξη μιας μεμονωμένης πόλης στο κέντρο μιας περιοχής με καθαρά αγροτικό χαρακτήρα και παραδοσιακή κοινωνική στρωμάτωση. Η συγκέντρωση αυτή του αγροτικό πλεονάσματος στην πόλη δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν από πολύ νωρίς σε έναν πολύ μεγάλο καταμερισμό εργασίας στην Νεάπολη και στην εμφάνιση ενός νέου στρώματος μικροβιοτεχνών και μικροεμπόρων οργανωμένων σε συντεχνίες συμβάλλοντας έτσι στην συγκρότηση  της πρώτης αστεακά δομημένης συλλογικής οντότητας στον Νομό.

Η γέννηση του προνομιούχου αστεακού χώρου της Νεάπολη σηματοδότησε μια μείζονα ρήξη με τον μέχρι τότε χύδην χώρο του άμεσου φυσικού περιβάλλοντος. Πριν το 1868 «η Νεάπολις ήτο κώμη μεγάλη μεν, αλλ’ ουδέν σχεδόν έχουσα το προσιδιάζον συνοικισμώ ανθρώπων αξιούντι δικαίως συγκαταλέγηται μεταξύ των πόλεων και να φέρη το όνομα πόλιν». Όμως, ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς, «ούτω δ’ ευρών την κόμην ταύτην ότε τω 1868 εξελέξατο αυτήν έδραν της διοικήσεως Λασιθίου, επεξέτεινεν αυτήν εγείρας μεν δημόσια οικοδομήματα, δους δ’ αφορμήν εις ίδρυσιν πολλών τοιούτων ιδιωτικών, χαράξας δ’ οδούς κανονικούς και αγοράς και πλατείας, διοχετεύσας δ’ ύδατα μακρόθεν και ιδρύσας κρήνας και άλλα πολλά […]». Έτσι, η πόλη άρχισε να δημιουργείται ρητά ως κοινωνικό προϊόν. Στους δρόμους, στην πλατεία, στον πρώτο δημόσιο κήπο της Κρήτης και στην αγορά αυτής της πόλης άρχισαν να παράγονται και να αναπαράγονται οι πλούσιες σημασίες που κλήθηκαν να αντιστοιχηθούν στις νέες σύνθετες κοινωνικές σχέσεις και λειτουργίες. Και βαθμιαία, η συλλογική ζωή οργανώθηκε και επενδύθηκε με τα σύνθετα ειδοποιά της νοήματα, σε ομόκεντρους κύκλους που χαράσσονταν γύρω από τους συγκεκριμένους χώρους όπου οι άνθρωποι συνήθιζαν να συρρέουν για να πληροφορηθούν, για να πάρουν το λόγο, για να αναλάβουν κοινή συλλογική δράση και για να υποκλιθούν από κοινού στις εμπεδωμένες εξουσίες. Εκεί ονοματίστηκε ο δήμος, η τάξη αλλά και οι τάξεις. Εκεί επιτρεπόταν η αέναη παραγωγή συγχρωτιστικών κανόνων προσφέροντας στον πολίτη έναν αναπαλλοτρίωτο ακόμη συλλογικό χώρο.  Ο σημαίνων δημόσιος χώρος της πόλης εγκαλούσε στην άμεση συμμετοχή των ατόμων στον κοινό αστεακό ιστό. 

Από τότε στην Νεάπολη, όπως συνέβαινε και σε όλες στις οθωμανικές βαλκανικές πόλεις, η δημόσια ζωή εκτυλισσόταν γύρω από αυτό το κέντρο της τοπικής εξουσίας. Tο διοικητήριο, έδρα της οθωμανικής αρχής, συνέδεε την πόλη -και την ύπαιθρο που την περιέβαλλε- με την κεντρική εξουσία μέσω του διοικητικού συστήματος της Αυτοκρατορίας, ενώ η αυτοδιοικούμενη Κεντρική Χριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου με έδρα την Νεάπολη εξέφραζε την τοπική συσπείρωση των υπηκόων σε εθνοθρησκευτικά πλαίσια. Η εκκλησιαστική αρχή, εντασσόμενη και αυτή σ’ ένα διοικητικό πλέγμα παράλληλο με το οθωμανικό, συνέδεε την εθνοθρησκευτική ομάδα με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και την καθιστούσε οργανικό μέρος ενός όλου, του πολιτικοθρησκευτικού οργανισμού του Μιλέτ, όπως το κρατικό διοικητικό σύστημα ενσωμάτωνε τους κατοίκους στο σώμα των υπηκόων της Αυτοκρατορία.

Σήμερα που οι πόλεις εξωθούνται στο να παραιτούνται από την ανάγκη της ειδοποιού μυθικής ιστορίας που στοιχειοθετούσε κάποτε την ταυτότητά τους, που ακόμη και ο κατεξοχήν δημόσιος τόπος, ο δρόμος παύει να είναι δημόσια οδός και αναδεικνύεται σε απλό λειτουργικό διάδρομο που διασυνδέει τους πραγματικούς και σημαίνοντες ιδιωτικούς τόπους μη έχοντας πλέον καμία άμεσα κοινοτική συμβολική παρήχηση, η ανάδειξη του ιστορικού βάθους της Νεάπολης όπως και οποιασδήποτε άλλης ιστορικής πόλης, μπορεί να φέρει και πάλι στο προσκήνιο την χωροταξική αυτονομία των αυθύπαρκτων και πολυλειτουργικών συλλογικών τόπων όπου προέχει η εμφανής κοινωνικοποιημένη αυτοεκπαίδευση, η κοινή παιδεία και η συλλογική αυτογνωσία.

Back to top button